Γαίας POV
Περιπλανιέμαι εδώ και δυο ώρες μέσα στα δάση προσπαθώντας να βρω επιτέλους μια λεωφόρο. Το σκοτάδι απλώνεται γύρω μου όλο και πιο πολύ και το κρύο γίνεται όλο και πιο τσουχτερό... δεν ξέρω που βρίσκομαι... προχωράω μόνο ευθεία και με δυσκολία διακρίνω τι βρίσκεται μπροστά μου... διάφοροι ηχη περνάνε από τα αφτια μου και με κάνουν να τρέμω από το φοβο μου αλλά δεν πρέπει να τους αφήσω να με επηρεάσουν. Πρέπει να συνεχίσω να προχωράω... τα βήματα μου με οδηγούν προς ένα ξέφωτο.. κοιτάζω γύρω μου και μοιάζει σαν κάτι μαγικό... σαν να είναι βγαλμένο από ταινία... μπροστά μου αντικρίζω μια λιμνούλα ενώ τριγύρω υπάρχουν διαφορα μικρά λουλούδια διαφόρων ειδών... πλησιάζω πιο κοντά και γονατίζω στην λιμνούλα... το φως του φεγγαριού πέφτει στα γαργάρα νερα και τα κάνει να λάμπουν... κοιτάζω μέσα στο νερό το είδωλο μου... «πως εμπλέξει έτσι ρε Γαια;;» Αναρωτιέμαι όταν ακουω έναν δυνατό ήχο από τα δεξιά μου... γυρίζω το κεφάλι μου προς τα εκεί και στιγμιαία αντικρίζω ένα αυτοκίνητο να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Δεν το πιστεύω βρήκα το δρόμο;;;... αναρωτιέμαι και πετάγομαι πάνω.. κατευθυνομαι προς τα εκεί που ακουσα το θόρυβο. Προσπερνάω διαφορα δέντρα μέχρι που φτάνω στην λεωφόρο. Κοιτάζω τριγύρω μου και βλέπω από την αριστερή πλευρά φώτα.. δεν είναι πολύ μακριά μου... Να δεις είναι η πόλη! Λεω όλο χαρά και φτιάχνω καλύτερα την τσάντα στην πλάτη μου και ξεκινάω να με γρήγορο βήμα να κατευθυνομαι προς τα πολλα φώτα...
[...]
Μετά από αρκετη ωρα περπάτημα κατάφερα να φτάσω στην πόλη που έβλεπα. Ήταν πολύ πιο μακριά από όσο φαινόταν. Παλι καλα που βρέθηκε μια ευγενική γυναίκα και με πήρε με το αμάξι της μέχρι λίγο πιο έξω. Τα πόδια μου με πονάνε παρά πολύ... πεινάω και Δεν ξέρω και που βρίσκομαι.. κοιτάζω γύρω μου το μέρος. Είναι τόσο μαγικά εδώ πέρα.. παντού τεράστια σπίτια τα οποία όπως τα κοιτάς είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο.. κάποια έχουν περιεργο ντιζάιν και μοιάζουν αρκετά με την διαρυθμιση του Big Ben.. είναι τόσο μαγευτικά εδώ... μπροστά μου απλώνεται ένα αρκετά υπέροχο ποτάμι... μέσα υπάρχουν μικρά βρακάκια τα οποία ο κρύος άνεμος τα κάνει να κουνιούνται ελαφρά προκαλώντας ένα ελαφρύ κυματάκι στα καταγάλανα νερα... προχωράω λίγο πιο μπροστά και βλέπω μια ταμπέλα η οποία έγραφε «Καλώς ορίσατε στη Βρύγη»... Δεν το ποστευω τι δουλειά έχω εγώ στην Βρυγη;;;; Πως βρέθηκα εδώ;;;; Είμαι πολύ μακριά από της Βρυξέλλες... πως θα φτάσω εκεί;;; Πως θα παω σπιτι μου;;; Ο πανικός άρχισε να με καταβάλλει και ένας δυνατός πονοκέφαλος επιτέθηκε στο κεφάλι μου κάνοντας με να κλείσω τα μάτια μου... δεν το πιστεύω... νιωθω το στομάχι μου να ανακατεύεται... οχι τωρα σε παρακαλώ... Γαια στο ύψος σου! Λεω στον εαυτό μου προσπαθώντας να τον ηρεμήσω... ξεκινάω να περπατάω στους σχεδόν άδειους δρόμους σκεπτόμενη πως θα φύγω από δω... το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε ένα μεγάλο ρολόι.. η ωρα έχει παει τεσσεραμιση το πρωί... δεν μπορώ να μείνω για πολύ ακόμα εδώ.. οι άλλοι στην έπαυλη μπορεί να ανακάλυψαν πως έφυγα ΞΑΙ ήδη θα με ψάξουν... προχωράω με γρήγορο βήμα στο δρόμο μέχρι που μπροστά μου βλέπω μια γυναίκα η οποία κράταγε αγκαζέ μαλλον τον άντρα της και περπαταγαν στην αντίθετη πλευρά από μενα... αυτούς θα ρωτήσω.. τους πλησιάζω με γρήγορο βήμα και σταματώ ακριβώς μπροστά τους.. εκείνοι σταματάνε να περπατάνε και με κοιτάζουν παραξενεμενοι
YOU ARE READING
Inside his darkness [BOOK 1]
Teen FictionΑ:μου ανήκεις και όσο πιο γρήγορα το καταλαβεις τόσο το καλύτερο.. μου είπε σοβαρός κοιτώντας με βαθιά στα μάτια Γ:Κανεις λάθος ούτε εγώ ούτε το παιδι μου σου ανήκει ολα έγιναν από ένα λάθος!... του υπενθύμισα και τότε τον ειδα να αγριεύει πραγματι...