Κεφάλαιο 19

59 6 0
                                    

<< ξύπνα!!>> Ακούω κάποιον να φωνάζει και πετάγομαι απότομα

<< Επιτέλους ξανθούλα>> λέει ο Τζέικ και ανατριχιαζω.

Κοιτάζω προς το κελί του Ντέιβιντ.

<< Που είναι;>> Ρωτάω απότομα τον Τζέικ

<< Ποιός;>> Ρωτάει σαν να μην ξέρει.

<< Ο Ντέιβιντ.. σου ορκίζομαι ότι άμα έχει πάθει κάτι θα σε σκοτώσω>> λέω και τον κοιτάζω

<< Οο φοβήθηκα>> σχολιάζει ειρωνικά και βγάζει το όπλο του απο την τσέπη του

<<Άλλο ένα βήμα και ορκίζομαι θα σε ..>> πριν προλάβω να τελειώσω την πρόταση μου με ρίχνει κάτω στο παγωμένο πάτωμα και μου κάνει μία ένεση. Ζαλίζομαι αφάνταστα. Ξεκλειδώνει το κελί μου και
Με κουβαλάει στα χέρια του. Πονάω αφάνταστα παρόλα αυτά αντιστέκομαι.

<< Δεν σταματάς ποτέ έτσι;>>ρωτάει εκνευρισμένος

<< Α ναι συγγνώμη αλλά κάποιοι θέλουν την ελευθερία τους βλάκα!>> Λέω και με χαστουκίζει.

Είμαστε μέσα σε ενα μικρό λευκό δωμάτιο και με δένει σε μια καρέκλα ενω εγώ τον χτυπάω όπως μπορώ. Έχω εξαντληθεί. Νιώθω πόνο παντού.

<< Τώρα πες μου τι ξέρεις για το μέρος που βρισκόμαστε>> λέει ο Τζέικ

<< Τίποτα>> λέω μονότονα

<< Μην το κάνεις πιο δύσκολο απο ότι είναι και μιλά>> λέει με ένταση

<< Δεν ξέρω τίποτα>> λέω ξανά

<< Αυτό ήταν>> λέει και παίρνει ένα μαχαίρι που είναι ακουμπισμένο στο τραπέζι. Τον αντικρίζω με φόβο. Παίζει με το μαχαίρι στα χέρια του μέχρι που με καρφώνει στο χέρι με δύναμη.

<<Τι ξέρεις για το μέρος αυτό Κρίστειν;>>ρωτάει απότομα

<<Τίποτα>> λέω και τον κλοτσάω

<< Βλέπω δεν με ακούς δεν πειράζει θα φέρω τον Μπλέικ και θα μιλήσεις αμέσως>>

ΚρίστεινWhere stories live. Discover now