Η διαδρομή για το αεροδρόμιο είναι λίγο μεγάλη και οι οικογένεια μου ξεκινάει το γελοίο παιχνίδι με τις πινακίδες των αυτοκινήτων καθώς εγώ σπάω αργά, αργά. Το κεφάλι μου ακουμπάει πάνω στο παράθυρο, το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο, ενώ η βροχή συνεχίζει να πέφτει αδιάκοπα. Πως περνάμε τα πάντα τόσο γρήγορα με το αυτοκίνητο.. έτσι πέρασαν και οι μέρες μου με τον Χαρρυ. Δέκα μέρες και ένιωσα σαν να ήταν μόνο δύο.
Νιώθω σαν να έχω να τον δω μέρες αλλά η αλήθεια είναι ότι τον είδα τρεις ώρες πριν. Νιώθω τόσο άδεια και ελπίζω να γίνει κάτι σημαντικό, να μας αναγκάσει να μην μετακομίσουμε, αλλά είναι σαν να περιμένω για ένα θαύμα.
Ένα θαύμα μέσα στο απόλυτο κενό.
Νιώθω τα πράγματα έξω να περνάνε πιο γρήγορα και κοιτάω μπροστά που μπαίνουμε στο παρκινγκ του αεροδρομίου. Η ταχύτητα μειώνεται πολύ και ο μπαμπάς μου μιλάει με ένα κύριο μέσα από το αμάξι. ‘’Οχτώ ευρώ είναι.’’ Λέει στον πατέρα μου ο νέος άνδρας και γυρνάω πάλι το βλέμμα μου στο παράθυρο χωρίς να δώσω άλλο σημασία.
Σηκώνω το χέρι μου και σχηματίζω μια καρδιά στο παράθυρο.
Μόνο ο Χαρρυ έχει σημασία.
Το αμάξι σταματάει και ο Ρότζερ ανοίγει την πόρτα βγαίνοντας έξω. Ανοίγω την πόρτα και εγώ πατώντας στη άσφαλτο και την κλείνω πίσω μου με δύναμη κάνοντας την μαμά μου να με κοιτάξει. ‘’Το ξέρεις ότι λυπάμαι πολύ.’’ Το χέρι της τυλίγεται γύρω μου. Το ξέρω ότι νοιάζεται, και ότι λυπάται πολύ αλλά αυτό δεν θα κάνει κάτι. Αυτό δεν θα μας κάνει να μην πάμε στην Αμερική οπότε είναι σαν ένα τίποτα το ότι κάποιος λυπάται για αυτό που θα γίνει με εμένα και τον Χαρρυ. Κανείς δε ξέρει πόσο λυπάμαι εγώ. Ή πόσο λυπάται ο Χαρρυ.
Περπατάω μπροστά και ο Ρότζερ τρέχει κοντά μου. ‘’Μπορείς να κρατάς το σακίδιο μου;’’ Μου ζητάει και παίρνω την τσάντα του στον ώμο μου. Αυτός γυρνάει πίσω και ο ήχος από τις ρόδες των βαλιτσών ακούγεται ξανά.
Περπατάω πιο γρήγορα, μπαίνω μέσα στο κτήριο και τους περιμένω στην πόρτα για να μου πουν προς τα πού πρέπει να πάμε. Κοιτάω το κινητό μου, η ώρα είναι 5.10 και δεν έχω ιδέα που θα συναντήσω τον Χαρρυ. Πηγαίνω στις επαφές μου και πατάω το όνομα του κάνοντας του κλίση.
‘’Γεια, εγώ είμαι.’’ Ξεκινάω. ‘’Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί, πήγαινε στην κεντρική είσοδο.’’ Η φωνή του ακούγεται και χαμογελάω ελάχιστα. ‘’Εδώ είμαι, σε περιμένω.’’ Λέω και κλείνω, βάζω το κινητό στην πίσω τσέπη του τζιν μου, και κοιτάω μπροστά, οι γονείς μου έρχονται με τις βαλίτσες και μπαίνουν μέσα στο κτήριο.

ESTÁS LEYENDO
My dream boy
Fanfiction«Δεν είμαι τέλειος. Σου αξίζει και ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ακόμα και έτσι, κανένας δε θα σε αγαπήσει με όση δύναμη σε αγαπώ εγώ.» ©2015 - DON'T COPY THE STORY.