Σέπια

55 2 0
                                    

 Οι πρώτοι μου ήρωες, αυτοί που χάραξαν για πάντα το είναι μου, είναι οι παππούδες μου. Ο Γιώργος, και το Αρχοντουλάκι.

 Από εκείνους, θυμάμαι όμορφα πράγματα. Θυμάμαι τα ρούχα της, όλα χρωματιστά και έντονα, σαν τα συναισθήματα που μου πρόσφερε. "Εγώ είμαι αρχαία", γελούσε, κι ήξερα μέσα μου πως ήταν η πιο νέα, η πιο έξυπνη γιαγιά του κόσμου. Τα μαλλιά της, πάντα χρυσά, με μαργαριταρένια χτενάκια. Μου μαγείρευε, μου χάριζε πάντα κάτι από τα πράγματα της... Μ' έβαζε για ύπνο, και μου έλεγε ιστορίες για το καλό και το κακό. Για νεράιδες με γαλάζια φορέματα, που έσωζαν παιδιά από κακές μάγισσες... Μου έλεγε για τη μητέρα της, που έδινε ψωμί στους φτωχούς, τότε που είχε το φούρνο. Μου' λεγε να μη ζηλεύω κανέναν, να μην στεναχωριέμαι, κι ότι μια μέρα θα καταλάβω πόσο όμορφη στ' αλήθεια είμαι. Μου έλεγε να δίνω, πάντα να δίνω στη ζωή... Κι εγώ έκλαιγα, και δεν ήξερα γιατί. Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τόση καλοσύνη. Τόση αλήθεια. Μ' έβλεπε να κλαίω, κι ήξερε ότι είμαι σαν κι αυτή. Ήξερε πως ο κόσμος δε θα με φθείρει. Όχι εμένα.

 Εκείνη κι ο παππούς μου, ήταν ερωτευμένοι μ' ένα τρόπο που βλέπαμε μόνο στο σινεμά. Είχαν κι αυτοί ένα σινεμά. Το "Σινέ Λητώ". Όλη τους η ζωή τυλιγμένη στο τεράστιο σεντόνι του κινηματογράφου. Κι ο κόσμος ερχόταν να δει τις ταινίες, πού να' ξερε... Ζούσαν όμορφα. Σαν να ήταν φτιαγμένοι από ατόφιο καλοκαίρι. Μόνο ήλιο είχαν να προσφέρουν. Κι έχτιζαν χέρι χέρι την επιχείρηση, σαν να ήταν το δικό τους κάστρο στην άμμο.

 Καμιά φορά με βρίσκω να σκαλίζω μανιασμένα εκείνη την εποχή, που δεν την έζησα. Να βρίσκω τα σημειώματα τους στις φωτογραφίες... "Αγαπημένη μου, σου χαρίζω αυτή μου τη φωτογραφία για να με θυμάσαι. Ο λατρευτός Γιώργος". Εποχές γραμμένες με καλοξυσμένα μολύβια. Έρωτες εκφρασμένοι με καλλιγραφικά γράμματα, με προσεγμένη την κάθε τους γραμμή. Τίποτα δεδομένο. Τίποτα ξεθωριασμένο. Σαν να' ταν χθες.

 Κάθε φορά που κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, νιώθω τη μαγεία της ζωής τους να ανασηκώνει τις τρίχες στο δέρμα μου. Διψάω σαν τρελή γι' αυτή τη μαγεία. Την ψάχνω στα σκονισμένα άλμπουμ, στις ιστορίες που ακούω, στις μυρωδιές των παλιών δωματίων με τα ξύλινα έπιπλα... Ψάχνω σε εκείνο το σκαλιστό καθρέφτη στο χολ, το Αρχοντουλάκι. Και το βρίσκω στο πρόσωπο μου. Στο γέλιο μου, στο παιδί που κρυφά είμαι. Δεν ξεθωριάζεις, Αρχοντουλάκι, δεν πεθαίνεις. Όσο γράφω, εσύ ζεις. Όσο γράφω, χορεύεις αγκαλιά με το Γιώργο σου, ερωτευμένη και αέρινη με το τεράστιο, συννεφένιο νυφικό σου. Κι είναι ξανά το '60, μ' όλα του τα χρώματα, κι ας μην τα έπιαναν οι φωτογραφίες... Κι είναι ξανά η Μύκονος, και το παλιό σινεμά να γεμίζει κόσμο, κι εσύ στο γκισέ σου, πανέμορφη και γελαστή, με τα μαλλιά σου να χύνονται στους μικρούς σου ώμους. Κι ακούγεται το τραγούδι που σου έλεγε εκείνος στο μπαλκονάκι σας όταν βράδιαζε. "Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε... Και τ' αγόρια κοιτάνε...". Σαν χθες, Αρχοντουλάκι. Σαν χθες, κάθε που είχε Βουγιουκλάκη σε φώναζε, όσες φορές κι αν τα' χατε δει, γιατί ήξερε πόσο σου άρεσε. Πάντα μαζί καθόσαστε και το βλέπατε μέχρι το τέλος. Μέχρι το τέλος...

 Κι αν δε θυμάσαι, δεν πειράζει. Θυμάμαι εγώ για σένα. Είμαι εδώ να διαφυλάξω όσα ξέχασες, είμαι εδώ γιατί ξέρω πια τι να κάνω με όλη αυτή σου την αγάπη: Να μοιράσω ξανά τον ήλιο. Όπως μου έμαθες εσύ. Δεν το φοβάμαι το μέλλον. Γιατί ο ήλιος πάντα υπήρξε. Το ίδιο και οι γυναίκες που γεννήθηκαν από αυτόν.

 Δεν πεθαίνεις, Αρχοντουλάκι. Περπατάω εγώ στα τακούνια σου τώρα. Φοράω εγώ το όνομα σου σαν στέμμα, σαν αξίωμα. Είμαι ακριβώς η γυναίκα που προορίστηκα να είμαι.

 Είχες δίκιο, πως θα μάθω μια μέρα. Τώρα που ξέρω, θα φέρω τον κόσμο όλο τούμπα για χάρη σου.

 Κι αν δε θυμάσαι, δεν πειράζει.

 Εγώ, σ' αγαπάω.


~2020

ΚείμεναWhere stories live. Discover now