"Αδύνατον"

92 3 0
                                    

 Είμαι ένα παιδί. Δεν ξέρω πώς με λένε ή ποια είναι η ηλικία μου. Κοιτάζω μόνο τα μικρά μου χέρια, κοιτάζω ψηλά, τον ουρανό, πολύ μακριά απ' τα πόδια μου. Αν με χτυπήσεις, θα κλάψω. Θα πονέσω. Τα παιδιά κλαίνε. Αν σε αγαπήσω, θα σε αγαπώ για πάντα. Αν ερωτευτώ, θα γίνω ακόμα πιο παιδί. Αν με χτυπήσεις ξανά, μπορεί να πεθάνω. Τα παιδιά δεν αντέχουν τον πόνο.

 Συνεχώς με ντύνουν μεγαλίστικα. Απαιτούν να είμαι ευγενικός. Δεν θέλουν να κάθομαι σταυροπόδι. Με προστάζουν να κάνω ησυχία, να μη ζωγραφίζω την ώρα του μαθήματος. Με τιμωρούν. Πετάνε τις ζωγραφιές μου στα σκουπίδια. Με κλείνουν στο δωμάτιό μου. Με κάνουν να ντρέπομαι. Με κάνουν να θέλω να μεγαλώσω. Γιατί μου έχουν φυτέψει την ιδέα ότι, σαν μεγαλώσω, κανένας δε θα με τιμωρεί. Θα ντύνομαι σαν αυτούς και θα' μαι περήφανος. Θα μπορώ κι εγώ να τιμωρήσω. Δε θα υπάρχει κανένας να μου πει τι να κάνω.

 Μου αρέσει να κάθομαι στο τελευταίο θρανίο. Εκεί μπορώ να ζωγραφίζω κρυφά. Οι άλλοι μπροστά σηκώνουν το χέρι τους όταν γνωρίζουν τις απαντήσεις. Παίρνουν καλούς βαθμούς. Κι εγώ τις ξέρω. Αλλά γιατί να τις πω; Γιατί πρέπει να τις φωνάξω μπροστά σε όλους για να πάρω έναν καλό βαθμό; Δε θέλω το βαθμό. Θέλω απλά να ζωγραφίζω. Αν μου ζητούσαν να τους ζωγραφίσω κάτι στον πίνακα, θα έπαιρνα άριστα.

Κοιτάζω τους μεγάλους που μιλάνε. Στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο σπίτι. Με κοιτάζουν σαν να έχουν κάποιο μυστικό από μένα. Έπειτα συνεχίζουν πιο χαμηλόφωνα. Δεν θα τους ακούσω. Δεν καταλαβαίνει το παιδί. Το μόνο που το νοιάζει, είναι τα παιχνίδια του και οι ζωγραφιές του. Λένε σημαντικές λέξεις, που σε μένα φαντάζουν άγνωστες, μα αστείες: Καριέρα, προαγωγή, εισόδημα. Αποταμίευση. Φόροι. Επιβίωση. Επιβίωση! Επιβίωση... Εκεί είναι που σταματάω πάντα να γελάω. Κάτι σ' αυτή τη λέξη δε μ' αρέσει. Κάτι με κάνει να πιστεύω πως το μυαλό μου ανιχνεύει τη σημασία της.

 Μου αρέσουν τα γλυκά. Πάντα ευχαριστιέμαι όταν κάποιος μου προσφέρει ένα. Μα μ' έχουν μάθει πως κάνουν κακό, γι' αυτό δεν τα δέχομαι. Δεν τρώω τα γλυκά. Μου αρέσουν πολύ, αλλά νιώθω ένοχος γι' αυτό. Δεν κάνει. Θα χαλάσουν τα δόντια μου, είπαν. Θα γίνω χοντρός.

 Καμιά φορά κουράζομαι που είμαι παιδί. Μα πιο πολύ ανησυχώ. Ανησυχώ που είμαι παιδί εδώ και είκοσι χρόνια. Ανησυχώ που ακόμα ντρέπομαι, που ακόμα είμαι κλεισμένος στο δωμάτιό μου, που ακόμα κάθομαι τελευταίος. Ανησυχώ που ακόμα κανένας δε ζητάει να ζωγραφίσω κάτι γι' αυτόν. Ανησυχώ που η αγάπη μου κολλάει στους άλλους σαν αηδιαστική αρρώστια, κι αυτοί φεύγουν μακριά, μην τυχόν μείνει πάνω τους για πάντα. Ανησυχώ που κλαίω όταν με χτυπάνε. Ανησυχώ που δε μπορώ να τιμωρήσω κανέναν. Ανησυχώ που δε μπορώ να μεγαλώσω. Που η γεύση του αλκοόλ με καίει, αλλά μετά από λίγο τα κάνει όλα να φαίνονται σαν παιδικές μουντζούρες. Σαν τις ζωγραφιές μου. Πάντα ήθελα να ζήσω μέσα στις ζωγραφιές μου. Πάντα ήθελα να πετάξω καβάλα σε μια πεταλούδα και να φύγω. Πάντα ήθελα να ψαρέψω ένα αστέρι που καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Το "αδύνατον". Έτσι δε λέτε εσείς οι μεγάλοι; Αστείες οι λέξεις σας. Πού είναι οι παλιές σας ζωγραφιές; Γιατί τις πετάξατε; Γιατί τιμωρήσατε το παιδί που ήσασταν; Γιατί το χτυπήσατε μέχρι να πεθάνει; Τα παιδιά δεν αντέχουν τον πόνο.

Είμαι ένα παιδί. Δεν ξέρω πώς με λένε ή ποια είναι η ηλικία μου. Κοιτάζω μόνο ψηλά, τον ουρανό. Ένα παιδί μπορεί ν' αγγίξει τον ουρανό. Γιατί γελάει όταν ακούει εκείνη την περίεργη λέξη: Το "αδύνατον".



~2017

ΚείμεναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora