Έτσι γίνεται εδώ μέσα. Ξυπνάω και δε λέω καλημέρα σε κανέναν.
Το συνήθισα. Δε θα αλλάξει. Όσο κι αν βλέπω στον ύπνο μου πως άλλαξε. Ανοίγω τα μάτια μου σφηνωμένη στο ίδιο περιβάλλον, σαν ψίχουλο ανάμεσα σε δόντια. Ξυπνάω κάθε μέρα στο ίδιο σημείο, στο ίδιο κρεβάτι, στην ίδια στάση, κι ο σεβασμός που μου υπόσχονται δεν είναι ποτέ εκεί. Έτσι γίνεται.
Έχω ένα πολύ σημαντικό πόστο στην οικογένεια μου: Με πληρώνουν για να τους ανέχομαι. Απλά, ωραία και καπιταλιστικά. Κάθε που λείπω για μέρες, επικρατεί αναστάτωση. Δεν τους συμφέρει να φύγω. Αν με χάσουν, πού θα βρουν αντικαταστάτη. Κάθε μέρα με γαμάνε, κι όταν φτάνω στην πόρτα, λίγο πριν βγω με σταματάνε και μου δίνουν ένα εικοσάρικο. Πάνε χρόνια που δε λέω πια ευχαριστώ. Γιατί να το πω; Δεν έκανα ήδη αρκετά; Αξίζει η δική μου η ψυχή τέτοια εκπόρνευση;
Κι όσο δεν ακούν το ευχαριστώ τους, όσο δεν παίρνουν ένα έξτρα λεκτικό αντάλλαγμα που μου λαδώνουν το μεντεσέ, αυτόν που οι ίδιοι μου' χουν σπάσει, συνοφρυώνονται απορημένοι. Τι κάναμε λάθος με αυτό το παιδί;
Και η επόμενη μέρα είναι μια ακόμη μέρα που δεν έχουν ιδέα ποια είμαι και τι σκέφτομαι, τι αγαπάω, τι δεν ανέχομαι, κι έρχονται και με αγκαλιάζουν χωρίς τη συγκατάθεση μου, με πασπατεύουν να δουν αν έφαγα, απορούν γιατί δεν τους πλησιάζω, μου φωνάζουν όταν δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, όταν τους θυμίζω σε πόσα έχουν αποτύχει. Όταν τους θυμίζω ποια είμαι: ένα παιδί που δεν τους μοιάζει σε τίποτα. Ένα τεράστιο προσωπικό τους πλήγμα.
Όσα έχουν συμβεί μέσα στο σπίτι μου, είναι χειρότερα από όσα έχουν συμβεί έξω. Όλα ξεκίνησαν εδώ, στην ουσία. Εδώ έφαγα για πρώτη φορά αληθινό ξύλο. Ξέρεις, από αυτό που σε πονάει, και το νιώθεις λάθος αλλά όλοι σου λένε πως είναι το σωστό. Ότι το περνάνε όλα τα παιδιά. Ότι είναι υγιές. Οπότε εφόσον είσαι σε τέτοια σύγχυση, το πρόβλημα είσαι εσύ. Εδώ σιχάθηκα για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Και μετέπειτα μου έμεινε κουσούρι, το καταλάβαιναν οι έξω και μου όρμαγαν κι αυτοί, συνεχίζοντας αριστοτεχνικά το έργο των μέσα. Εδώ έμαθα πως δεν μπορώ να τρώω ο,τι μου αρέσει. Γιατί αυτό θα με κάνει άσχημη. Εδώ έμαθα πως, αντίθετα με ο,τι πίστευα στο χαζό, παιδικό κεφαλάκι μου, είμαι άσχημη. "Γίνε σαν την τάδε". "Πάλι τρως;". Ήθελα να γίνω μπαλαρίνα, θυμάμαι. Τους παρακαλούσα. Φορούσα τουτού και τιάρες. "Δεν είσαι μπαλαρίνα. Μπάλα είσαι".
Και τώρα, περνάω τη μισή μου μέρα αναστυλώνοντάς με, και την άλλη μισή στο σπίτι μου. Παλεύοντας να σώσω ο,τι έχω χτίσει μόνη. Βάζοντας παντού προειδοποιητικές ταμπέλες. Εν ανάγκη, και νάρκες. Στ' αρχίδια τους. Έρχονται και πατάνε πάνω λες και βλέπουν στρωμένο ακόμα κάνα χαλί. Εισβάλουν σε ο,τι προσωπικό έχω σαν να μην είμαι εδώ. Και φυσικά, μου θυμίζουν από πού ξεκίνησα. "Φάε τίποτα". "Πώς έχουν γίνει έτσι οι ώμοι σου;". "Σιγά μη δουλέψεις ποτέ".
Κι όταν ανοίγω πια το στόμα μου, δεν ελέγχω τα πυρωμένα βέλη που πετάει.
Μα πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος, μετά από τόση τριβή, να μην έχει μέσα του φωτιά;
Κι έπειτα, το τελευταίο βήμα της κλασικής συνταγής: "Μη μιλάς έτσι. Μας στεναχωρείς".
Είναι τόσο αστείο να ξέρεις ότι δεν έχεις ανταποδώσει ούτε τη μισή από όλη αυτή τη βία που σε έχει παραμορφώσει μόνιμα.
Γι' αυτό και αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι το σπίτι μου δεν είναι ένα ασφαλές μέρος. Γιατί σε κανένα άλλο μέρος δεν έχω νιώσει τόσο βρώμικη. Τα κακόφημα μπαρ της Αθήνας, γεμάτα άντρες που με κοιτάζουν σαν να είμαι προς πώληση, είναι κι αυτά ακόμη πιο ασφαλή. Γιατί ξέρω πως εκεί μέσα δεν πουλάω τίποτα. Γιατί κανένας πούστης δε με κρατάει απ' το λουράκι. Γιατί οι αλυσίδες που φοράω δεν καταλήγουν σε κανένα τοίχο. Μόνο στο σπίτι μου με αγοράζουν τόσο άσχημα. Μόνο στο σπίτι μου νιώθω ένοχη για την επανάσταση από την οποία είμαι φτιαγμένη. Για τα λουλούδια που φυτρώνουν από κάθε ζωτικό όργανο μου. Με πληρώνουν να τα κλαδεύω, να το βουλώνω. Να είμαι ευγενική μαζί τους, γιατί μεγαλώνουν. Μεγαλώνουν σαν πέτρινοι φράχτες γύρω από τον κήπο μου. Κι εγώ στριμώχνομαι να χωρέσει η σαπίλα τους. Ενώ αυτοί όσο μεγάλωνα εγώ, με πετσόκοβαν μην ξεφύγω απ' το καλούπι τους. Κι ακόμα.
Και μου λες πως φταίω εγώ; Για το πόσο ατσάλινη έχω γίνει; Το πόσο μόνη; Εγώ, που βάζω κάθε μέρα το δάχτυλο μου βαθιά στο λαρύγγι να ξεράσω όση αγάπη υπάρχει μέσα μου για μένα. Να τη δω, να την αγγίξω, να με βοηθήσω. Εγώ, που κόβω κομμάτια απ' το δέρμα μου, τα πλάθω σαν παιδάκι, και τους δίνω ονόματα. "Μαμά", "μπαμπάς". Τα βγάζω κάθε μέρα απ' το κουτί τους, και τα βάζω να μιλάνε. "Σ' αγαπάμε", μου λένε. "Θα τα καταφέρεις". "Είσαι μια σπουδαία γυναίκα". Με δική μου φωνή. Εγώ, που χάνω την ανάσα μου προσπαθώντας να γίνω κάτι καλύτερο από αυτό που πάντα είχα. Προσπαθώντας να γίνω οικογένεια μου.
Είμαι 22 χρονών και δε θυμάμαι να αναπνέω. Ήδη.
Ήδη έχω ξεχάσει πώς είναι να μη ζω εμπόλεμα.
~2020
YOU ARE READING
Κείμενα
Non-FictionΗ πεζογραφία μου. Κείμενα βγαλμένα από τα όνειρα, τα μεθύσια ή την αυτοπαρατήρηση μου. Γράμματα αυτοκτονίας, γράμματα μεθυσμένα, γράμματα για το μικρό εαυτό μου, γράμματα για τον Εκείνο που δεν εμφανίζεται παρά μόνο στα χαρτιά μου. Σιωπηλές διαμαρτυ...