Απρίλης

72 3 0
                                    

...Δε θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι ότι με αγκάλιαζε, και τα χέρια του ήταν ζεστά. Σαν φρέσκο ψωμί. Ή σαν να είχε καεί χιλιάδες φορές προσπαθώντας να αγγίξει κάτι που αγαπούσε.

 Δεν ήταν μόνο τα χέρια. Ήταν ολόκληρος ζεστός. Στο στήθος του, καιγόταν ένας μεγάλος πλανήτης. Ένας κόσμος ολόκληρος. Κι εκείνος... Πόσο έμοιαζε, αλήθεια, με τον ήλιο. Όπου έμπαινε, έφερνε ένα παράξενο φως. Τα κρύα δωμάτια γέμιζαν πεταλούδες. Όλοι αυτοί οι παγωμένοι τον έτρεμαν. Όλα τα λουλούδια κρυφά τον περίμεναν. Σκαρφάλωναν τα πρωινά που κοιμόταν, και χώνονταν μες στα μαλλιά του. Και μύριζε σαν κήπος... Τα λόγια του, ανθισμένες κερασιές. Όλο όμορφα μιλούσε. Πάντα είχε να υποσχεθεί ένα καλοκαίρι.

 Δε θυμάμαι πολλά. Μόνο πως η άνοιξη ήρθε λίγο αφότου τον γνώρισα. Ένα μονοπάτι παπαρούνες, σταγόνα σταγόνα το αίμα του Χριστού, με οδήγησε στα πόδια του. Κι ακούστηκαν τότε οι καμπάνες... Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσα χρώματα. Ούτε καν στα βάθη του εαυτού μου.

 Τα μάτια του καθρέφτιζαν το χρώμα του νερού. Κι όταν τον κοίταξα, θυμήθηκα ξαφνικά πόσο διψούσα. Μου γελούσε, και μια καιγόμουν, μια πνιγόμουν. Τι μούδιασμα αυτή η εναλλαγή στοιχείων στο κορμί μου... Τι παράξενος πόνος ο έρωτας. Πιο μαλακός κι απ' το νερό. Μια σταγόνα να πιείς, αρκεί να κάνει τα σωθικά σου στάχτη.

 Δε θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι μ' αγαπούσε. Με σήκωνε ψηλά και με στροβίλιζε, σαν να μην είχα βάρος, μ' όλα του τα λουλούδια να κρέμονται και να πέφτουν απ' τα μαλλιά του. Θυμάμαι να διαβάζει τις λέξεις μου, και το νερό των ματιών του να ξεχειλίζει άτακτα απ' το καθρέφτισμα του. Έκλαιγε. Γιατί ήταν ευτυχισμένος. Με κοίταζε κι έλιωνε, κι αυτός κι εγώ μαζί. Δεν τον πείραζε να λιώνει. Τίποτα δε φοβόταν. Κάθε που μου μιλούσε, άνθιζαν τα μέσα μου. Δε μπορώ, σας λέω, να ξεχάσω πόση ζωή απέπνεε. Όλα ξυπνούσαν στο πέρασμα του. Όλη η πλάση γυρνούσε να θαυμάσει.

 Δε θυμάμαι πολλά. Μόνο αυτό θυμάμαι. Πόσο έμοιαζε στον ήλιο.

 Και πως ο ήλιος δε με ξέχασε.


~2020

ΚείμεναWhere stories live. Discover now