...Δεν είναι κάτι παράξενο. Η μικρή γοργόνα κι ο άντρας που ζωγράφιζε, γνωρίστηκαν κάπου στη θάλασσα. Ή μάλλον, κάπου όπου τα κύματα έζωναν τις πέτρες. Τις μαύρες απ' το παλιό ηφαίστειο.
Η γοργόνα τον πλησίασε και του μίλησε -ήταν σίγουρη ότι ο άντρας που ζωγράφιζε, θα τη ζωγραφίσει μια μέρα, κι ας μην την κοιτάει. Ίσως να την αποτυπώσει με ένα τρόπο που υπάρχει μόνο στο δικό του μυαλό. Ίσως να μην ξέρει να ζωγραφίζει γοργόνες. "Μπορώ να σε κοιτάω;" του είπε. Ο άντρας, ενοχλημένος, σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά του. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του γοργόνα, όμως της έδωσε για λίγο το μικρό του τετράδιο. Αυτή ξεφύλλισε τις σκέψεις του κι ανάσανε το άρωμα του στην κάθε σελίδα. Οι ζωγραφιές του έμοιαζαν παιδικές, κι απεικόνιζαν πλάσματα που δεν υπάρχουν. Όμορφα πλάσματα. Ο άντρας είχε μια παλιά, παράξενη ψυχή -σαν σκουριασμένο σεντούκι πειρατών θαμμένο στην άμμο. Κοίταζε τα γράμματα του με τις μουτζούρες, και σκεφτόταν ότι είναι πανέμορφος. Ήταν όμορφος χωρίς να τον κοιτάει, απλά βλέποντας τον. Βλέποντας μέσα από την περίεργη, σουρεάλ τέχνη του.
Η μικρή γοργόνα και ο άντρας που ζωγράφιζε, δε μίλησαν πολύ εκείνη τη μέρα. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο κάνα δυο φορές, θαρρείς από ευγένεια, κι ύστερα γύρισε ο καθένας στα βάθη του. Εκείνη, απ' το μικρό της βράχο, τον σκεφτόταν όλο το βράδυ. Ήξερε πως δεν της μοιάζει, ήξερε πως ο άντρας που ζωγράφιζε ήταν μια σελίδα σχισμένη από μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία όπου δεν υπάρχουν γοργόνες. Ήξερε πως μια μέρα θα γύριζε πίσω στις ηφαιστειακές πέτρες, κι αυτός θα' χει φύγει. Ήθελε να τον δει ξανά, να πάνε να μεθύσουν, να αγγίξει τα μαλλιά του, να νιώσει την αλμύρα στο δάκρυ του. Ήθελε να μάθει την ιστορία πίσω από κάθε του σκίτσο. Ήθελε να τον ερωτευτεί, πολλές φορές. Πολύ της είχε κάνει εντύπωση, αυτός ο σιωπηλός άντρας με το τετράδιο, που την κοίταζε μ' επιφύλαξη ενώ της μιλούσε, λες και τη φοβόταν. Σαν να την έβλεπε ως το μυθικό τέρας που στ' αλήθεια είναι, κι όχι σαν ένα όμορφο παραμύθι. Μα εκείνη, που μια ζωή ξελόγιαζε θνητούς και χόρταινε με το αίμα τους, δεν ήθελε παρά να τον ακούει να της μιλάει. Να της διηγείται τα τραύματα του και να την φιλάει στο στόμα. Δεν ήξερε πώς είναι δυνατόν να την τρέλανε τόσο πολύ. Δεν ήθελε να μάθει. Η μαγεία κρύβεται όμορφα στο ανεξήγητο.
Η μικρή γοργόνα δε μπορούσε να κοιμηθεί. Κι έγραψε κάτι για τον άντρα. Τον αποτύπωσε όπως μόνο αυτή τον είχε στο μυαλό της. Όπως δεν τον έβλεπε κανένας. Κι έτσι, τον έκανε δικό της. Έκανε κομμάτι της τον περίεργο άντρα που ζωγράφιζε, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Φύλαξε το άρωμα του σ' ένα κοχύλι και το ακούμπησε αχόρταγα στην καρδιά της. Ήξερε πως μια μέρα θα ξεχνούσε τα μάτια του. Αλλά ποτέ τις γραμμές και τις μουτζούρες του. Τον τρόπο που εκείνος έβλεπε τον κόσμο. Τον τρόπο που μόνο εκείνος τον ζωγράφιζε. Κάθε της παράγραφος τελείωνε σ' αυτόν, σαν κύμα που σκάει και γίνεται ένα με τις πέτρες, τις μαύρες απ' το ηφαίστειο. Μαύρες σαν το άτακτο μελάνι πάνω σ' ένα ιδιόμορφο ερωτικό γράμμα.
Η μικρή γοργόνα κι ο άντρας που ζωγράφιζε, σε κάποιο σύμπαν είναι ακόμα μαζί κάπου στη θάλασσα. Εκείνος ζωγραφίζει, κι αυτή ζητάει να δει. Ο άντρας δεν την αφήνει, κι αυτή γελάει και του πετάει βότσαλα. Είναι τόσο ασυνήθιστοι μαζί, τόσο ερωτευμένοι, που μοιάζουν πίνακας.
Κι είναι, στ' αλήθεια, ο πιο χαρούμενος πίνακας στον κόσμο.
3/7/2022
YOU ARE READING
Κείμενα
Non-FictionΗ πεζογραφία μου. Κείμενα βγαλμένα από τα όνειρα, τα μεθύσια ή την αυτοπαρατήρηση μου. Γράμματα αυτοκτονίας, γράμματα μεθυσμένα, γράμματα για το μικρό εαυτό μου, γράμματα για τον Εκείνο που δεν εμφανίζεται παρά μόνο στα χαρτιά μου. Σιωπηλές διαμαρτυ...