Σε λένε Τοσοδούλα, και γεννήθηκες από ένα λουλούδι. Όπως όλα τα κορίτσια.
Είσαι τόση δα, και προκαλείς ήδη τόσους μπελάδες. Νιώθεις περίεργα. Όλα γύρω σου είναι μεγάλα και ξένα. Τα έπιπλα του σπιτιού, οι άνθρωποι που σε σηκώνουν και σε φιλάνε... Τους φαίνεσαι χαριτωμένη, αν μη τι άλλο. Σου μαθαίνουν να περπατάς και να ντύνεσαι σαν κυρία με τα μικρά σου ρουχαλάκια. Σου μαθαίνουν να μιλάς. Σου λένε να μη βγεις έξω. Είναι κακός ο κόσμος. Σε βάζουν να κοιμηθείς στο μικρό καρυδότσουφλο σου και σε σκεπάζουν μ' ένα πέταλο από παπαρούνα. Είσαι η πολύτιμη. Η προστατευόμενη. Σ' αγαπάνε. Γι' αυτό σε φυλακίζουν. Ο κόσμος δεν είναι για μικρούλες σαν εσένα. Θα το μάθεις.
Κι όντως. Μια μέρα το σκας, μην ξέροντας προς τα πού. Το μόνο που ψάχνεις, είναι μια αγκαλιά στα μέτρα σου. Ένα αντίδοτο για τη μικροσκοπική μοναξιά σου. Και καταλαβαίνεις πως είχαν δίκιο. Δεν υπάρχουν άνθρωποι μικροί σαν εσένα. Δεν υπάρχουν ξωτικά και τοσοδούλες. Όλα είναι μεγάλα και τρομακτικά, κι όσο τρέχεις, τόσο φοβάσαι. Τίποτα δε θυμίζει παραμύθι, κι εσύ στην κοινωνία τους μοιάζεις μυρμήγκι. Μοιάζεις λαχταριστή. Κατασπαράξιμη. Βρίσκεσαι πάντα στο λάθος μέρος. Πάντα κάποιος θέλει κάτι από σένα. Σαν εκείνα τα βατράχια που θέλησαν να σε πάρουν μαζί τους για μια περιοδεία και να σε κάνουν σταρ, ενώ πίσω σου κουβέντιαζαν για τα χρήματα που θα βγάλουν. Κανείς δε σε ρωτάει. Είσαι μικρή εσύ. Δεν ξέρεις το καλό σου. Τα βατράχια ξέρουν. Και το σκαθάρι ξέρει. Γι' αυτό σε ντύνει με χιλιάδες φτερά, και σε ανεβάζει στη σκηνή. Κι από κάτω, όλα τα σκαθάρια χειροκροτούν το θέαμα. Πονάς και δε βγαίνει η φωνή σου. Πονάς που σε κοιτάνε. Πονάς που είσαι όμορφη. Πονάς. Σε τρυπάνε διαπεραστικά τα φώτα, οι φωνές, το αλκοόλ. Σκίζουν το δέρμα σου τα ρούχα. Τα απαίσια, ψεύτικα φτερά σου. Σε μια στροφή πάνω στο στύλο, τα τινάζεις από πάνω σου. Και τότε, γέλια. Τα σκαθάρια πλέον σε θεωρούν άσχημη. Γιατί δεν είσαι σαν αυτά, κι ας χορεύεις τώρα ανάλαφρη χωρίς ρούχα. Σε γιουχάρουν. Σε ξεφτιλίζουν. Γιατί είσαι απλά ένα κοριτσάκι. Μια μικροσκοπική, γυμνή γυναίκα. Μην ανησυχείς. Θα το ξεπεράσεις.
Κι όλο πέφτουν τα φύλλα. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Μα ψάχνεις εκείνον που θα καθυστερήσει το χειμώνα για σένα. Έστω και μια μέρα. Αυτόν που θα' ρθει ακάλεστος και θα χωθεί αχόρταγα στις σελίδες απ' τα παραμύθια σου και, μικρός όπως εσύ, θα χωράει ολόκληρος στις εικόνες. Αυτόν που θα χωράτε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αυτόν από τη νεραϊδοχώρα, από το μυστικό μέρος όπου οι εποχές γεννιούνται... Μα κρυώνεις. Κι έχεις χαθεί. Και σε κυνηγάνε ακόμα, σκαθάρια και βατράχια, σαν λυσσασμένα. Χώνεσαι σε μια τρύπα στο έδαφος να ζεσταθείς. Κι εκεί, μια σοφή ποντικίνα σε σκεπάζει, σου δίνει φαγητό και μια χρυσή συμβουλή: τρέξε προς τα λεφτά. Οι γυναίκες έτσι πάνε μπροστά. Οι μικρές γυναίκες, έτσι μεγαλώνουν. Ξέχνα τον έρωτα, μικρή. Ο πρίγκιπας που ονειρεύεσαι είναι παγωμένος κάπου μακριά. Πέθανε προσπαθώντας. Εσύ τώρα, κοίτα το συμφέρον. Περπάτα στην εκκλησία με το κεφάλι ψηλά, πλάι στον πλούσιο τυφλοπόντικα. Είναι τόσο μόνος ο καημένος. Και τόσο πλούσιος. Εκμεταλλεύσου το, Τοσοδούλα. Μην είσαι χαζή. Το χρειάζεσαι. Οι μικρές που δεν παντρεύονται δεν έχουν μέλλον. Δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι. Ακόμη κι αν ζουν σ' ένα μικρό τούνελ στη γη.
Τοσοδούλα μου, όπως έχεις καταλάβει, η κοινωνία δεν αγαπά τις γυναίκες. Τις βλέπει μικρές κι αβοήθητες. Προσπαθεί πάντα να εκμεταλλευτεί κάτι από αυτές. Τις πείθει ότι δε χωράνε πουθενά, παρά μονάχα στον κόσμο του θεάματος ή πλάι στον πλούτο. Τους θέτει περιορισμούς. Τις χλευάζει. Τις αναλώνει πάνω σε στήλους, τις σπρώχνει στο δρόμο, τις πουλάει σε γαμπρούς για λίγο χρήμα. Τις συντρίβει. Τους πουλάει παραμύθια για όμορφους πρίγκιπες, και μετά τις πείθει ότι ο έρωτας δεν είναι πραγματικότητα. Τα συναισθήματα τους τα κάνει παιχνίδι. Δεν τη χρειάζεσαι, Τοσοδούλα μου, αυτή την κτηνωδία. Δεν χρειάζεσαι σκαθάρια, ούτε βατράχια, ούτε τυφλοπόντικες. Τον εαυτό σου χρειάζεσαι μόνο. Όσο μικρός κι αν είναι. Είσαι αρκετή. Κι αν δε βρεις τη νεραϊδοχώρα που σου υποσχέθηκαν, δημιούργησε την.
Σε λένε Τοσοδούλα, και γεννήθηκες από ένα λουλούδι. Όπως όλες οι γυναίκες.
Δειξ' τους από τι είσαι φτιαγμένη. Φέρε την ξεχασμένη άνοιξη. Και μοίρασε τη.
15/7/2022
YOU ARE READING
Κείμενα
Non-FictionΗ πεζογραφία μου. Κείμενα βγαλμένα από τα όνειρα, τα μεθύσια ή την αυτοπαρατήρηση μου. Γράμματα αυτοκτονίας, γράμματα μεθυσμένα, γράμματα για το μικρό εαυτό μου, γράμματα για τον Εκείνο που δεν εμφανίζεται παρά μόνο στα χαρτιά μου. Σιωπηλές διαμαρτυ...