Σφάλμα στο χρόνο ☆

92 4 0
                                    

Τον έλεγαν Μάριο.

Αυτό τον τύπο στο όνειρο μου, λέω. Μάριο τον έλεγαν. Ήρθε και μου μίλησε ενώ παρίστανα ότι χορεύω, και κρατούσα το πουράκι μου νευρικά. Είχε οικείο πρόσωπο κι έπινε κάτι με ρούμι. Δεν άρπαξε κάποια αφορμή• στ' αρχίδια του. Ήρθε απλώς και τσούγκρισε το ποτήρι του στο δικό μου, σαν να ήταν πρωτοχρονιά. Στην αρχή ήμουν σίγουρη ότι είναι κάνας βλάκας. Του μίλησα όμως.

Ο Μάριος είπε πως έχει 5 αδέρφια και πως του αρέσει ο χυμός ροδάκινο. Είπε πως είναι ταύρος στο ζώδιο και πως είναι απ' τη Θεσσαλονίκη. Ο Μάριος μιλούσε, η μουσική τον κάλυπτε, κι εγώ ερχόμουν κοντά στα χείλη του για να ακούσω. Το χέρι του μπλέχτηκε στο δικό μου για δευτερόλεπτα, μετά απότομα θυμήθηκα πως δεν τον ξέρω και το τράβηξα. Όλοι γύρω νόμιζαν πως φλερτάρουμε. Μου έδινε να πιώ απ' το ποτό του και του έδινα τζούρες απ' το πουράκι μου. Ενώ μιλούσαμε, με είπε "μικρό", κι όταν έκανα πως δεν τον άκουσα, επανέλαβε την πρόταση του χωρίς αυτό. Οι φίλες μου είπαν πως θα φύγουν, και για κάποιο λόγο δεν πήγα.

Δε θυμάμαι πολλά απ' το όνειρο, θυμάμαι μόνο ότι ο Μάριος είχε μια μηχανή που δεν ήταν δική του και με πήγε μια βόλτα. Πήγαμε σε αποθήκες γεμάτες μεθυσμένους που χόρευαν, κι έπεφτα πάνω του και δεν τον ενοχλούσε. Φορούσε μια μπορντό ζακέτα, σίγουρα. Με κουκούλα. Στο δεξί του αυτί είχε ένα κρίκο, και στο αριστερό δύο. Έκανε ορειβασία, έτσι έλεγε. Μου έλεγε ιστορίες απ το κάμπινγκ. Με ρωτούσε αν κρυώνω κι αν μου αρέσει εδώ. Μου έφερνε νερό κάθε που έπαιρνε για τον εαυτό του. Με τσιμπούσε ελαφρώς στα πλευρά όταν μου μιλούσε. Ήθελα να καταβροχθίσω το δέρμα του λαιμού του για νυχτερινό σνακ. Όμως "δεν έπρεπε". Η παρουσία του στο χώρο ήταν ανεξήγητα ζεστή. Με προστάτευε. Από τι με προστάτευε; Δεν τον ξέρω. Πώς γίνεται να νιώθω πως με προστατεύει; Από πού έχει έρθει; Τι σκέφτεται για μένα όταν δε με κοιτάει; Συνέχισα να κουνιέμαι στο ρυθμό της άρρωστης ηλεκτρονικής μελωδίας κοιτώντας το λαιμό του. "Δεν πρέπει".

Το πρωί δεν ήξερα κανένα Μάριο. Όλα τα σκηνικά εξατμίστηκαν, όλοι οι μεθυσμένοι είχαν πεθάνει, το περίεργα οικείο πρόσωπο του διαλύθηκε μέσα στο οξύ του υποσυνειδήτου μου. Με είχε πάρει για λίγο υπό την προστασία του, και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν τον ερωτεύτηκα, άλλωστε αυτό δε γίνεται. Δεν υπάρχει Μάριος. Δεν πήγαμε βόλτα. Δεν υπάρχει κανείς να σε προστατεύει όταν είσαι μεθυσμένη σε αποθήκες. Δεν υπάρχουν άγγελοι. Δεν τους συναντάς σε πάρτι. Δεν σε πιάνουν απ' το χέρι. Δεν τους ερωτεύεσαι τόσο ξαφνικά. Τόσο πολύ.

Το πρωί, δεν υπήρχε. Κι όμως, ξύπνησα κι άρχισα να γράφω ο,τι λεπτομέρεια θυμόμουν από αυτόν, μην την ξεχάσω. Έτσι δε συμβαίνει με τα όνειρα; Τα ξεχνάς γρήγορα, ζουν μόνο για λίγα λεπτά στο κεφάλι σου κι έπειτα απορείς τι διάολο είδες. Τι διάολο μπορεί να σημαίνει.

Τον έλεγαν Μάριο και ήταν όμορφος. Με άφησε στο δρόμο για το σπίτι μου, κι έπειτα χάθηκε μέσα στη νύχτα καβάλα σε μια δανεική μηχανή. Η ώρα τρεισήμισι.

Του είπα, θα τα πούμε.

Και, σαν κάτι τρελούς, όταν ξύπνησα, το πίστευα ακόμη.

~2019

ΚείμεναDove le storie prendono vita. Scoprilo ora