Χάσματα

54 3 0
                                    

Τα αγοράκια της ζωής μου ήταν πάντα πανέμορφα μ' έναν αέρα άλλης εποχής. Πολύ υπέροχα για να' ναι αληθινά. Έκαιγαν σαν ήλιοι το δέρμα μου, μέχρι να γίνουν ακτίνες τοξικότητας και να με τσούξουν. Και πάντα, καταλάβαινα τον πόνο αφότου με είχαν κάψει.

Τα αγοράκια μου ήταν οργισμένα. Ποτέ δεν έστρωναν το κρεβάτι τους και ξεκίναγαν καυγάδες στο ίντερνετ. Έπιναν μέχρι να βγουν λιπόθυμοι από παρακμιακά ροκάδικα τα πρωινά της Κυριακής, έκλεβαν από καταστήματα και μαστούρωναν κρυφά στο δωμάτιο τους. Θα έλεγες πως μου έμοιαζαν• η αιωνίως έφηβη ψυχή μου έβρισκε καταφύγιο στον αυθορμητισμό και την άγρια αναζήτηση που ένιωθαν. Τα αγοράκια μου μου έγραφαν τραγούδια όπως εκείνα ήξεραν. Με ονειρεύονταν όλη νύχτα, και το πρωί ξυπνούσαν με στύση. Με άφηναν να αγγίζω με τη γλώσσα μου κάθε γραμμή στο κοκαλιάρικο στήθος τους. Χάραζαν το όνομα μου σε στάσεις λεωφορείου και σε δέντρα. Με έκαναν φιγούρα σε φίλους και εχθρούς, κι εκείνοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό. Τα βράδια, τους νανούριζα με ιστορίες για γοργόνες και πειρατές, και μισοκοιμισμένοι μουρμούριζαν πως είμαι η γοργόνα τους. Ένιωθαν την αγάπη μου να τους κλείνει ολόκληρους μέσα σε ένα πανέμορφο, απαλό κοχύλι και να τους προστατεύει για πάντα. Με ένιωθαν μεγάλη κι υπέροχη, σχεδόν μητέρα. "Για πάντα" μου έλεγαν. Πώς να μην πιστέψεις το "για πάντα" όταν είσαι ερωτευμένος; Όταν είσαι τόσο μικρός και δεν έχεις τίποτα να χάσεις; "Για πάντα", τους έλεγα κι εγώ. Τους σκέπαζα, και τους χάζευα ενώ κοιμόντουσαν. Με κάνανε να γράφω. Να ζω στα άκρα μαζί τους. Τα μικρά μου αγοράκια ήταν ό,τι ήθελα να προστατέψω στον κόσμο. Ό,τι γούσταρα να με καταστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ώσπου μια μέρα ξέχναγα ότι τα αγοράκια μου, δεν ήταν κάτι άλλο από αγοράκια. Άρχιζα να τα παίρνω στα σοβαρά και να ονειρεύομαι το μέλλον μου μαζί τους. Άρχιζα να πιστεύω το "για πάντα" τους κι όλα τα παραμύθια που τους έλεγα. Άρχιζα να νιώθω μικρή μπροστά τους, να βγάζω ατσούμπαλα στη φόρα τις ανάγκες μου, να ζητάω να υπάρξω. Να παλεύω να χωρέσω όλες μου τις πλευρές στα μικρά, καχεκτικά χέρια τους. Τα αγοράκια μου δεν άντεχαν το βάρος. Μαλώναμε. Κοπανούσαν τις ντουλάπες ενώ μου φώναζαν, έπειτα έκλαιγαν στην αγκαλιά μου συντετριμμένα. Κι εγώ, με ύφος συγκατάβασης, έπαιρνα πίσω όλο τον τυφώνα μου. Τον εαυτό μου. Με λιγόστευα για να μην τα πληγώνω. Για να τα προστατέψω απ' την αλήθεια μου. Τα αγοράκια μου άρχιζαν, σιγά σιγά, να μην είναι πια δικά μου. Άρχιζαν να ανακαλύπτουν ότι το "για πάντα" είναι μεγάλη λέξη για αυτά. Άρχιζαν να αμφισβητούν τις ανθρώπινες σχέσεις και να αναζητούν. Ν' αναζητούν, όπως κι όταν τα γνώρισα. Ό,τι μας γοητεύει, αυτό μας απογοητεύει τελικά. Δεν άντεχαν πια το δυναμισμό μου. Την αφοσίωσή μου, την περιττή προστασία μου. Δεν άντεχαν πια το ότι όπου κι αν πήγαινα γυρνούσαν κεφάλια. Δεν άντεχαν πια τις πρωτοβουλίες μου, τα ελαττώματα μου και την αγάπη μου. Κι έφευγαν. Ή άλλοτε, τα έδιωχνα. Γιατί πολύ απλά, τα όρια μου είχαν γίνει πολύ ελαστικά. Γιατί όταν αγαπάς κάτι τόσο πολύ, το αφήνεις να σε καταστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη. Πολλές φορές, το συνειδητοποιείς ένα βήμα πριν σε σκοτώσει. 

 Δεν είναι λίγες οι φορές που σκέφτομαι ότι τα αγοράκια μου δε θα βρουν ποτέ ξανά καμία σαν εμένα. Μα δε με παρηγορεί πια αυτό. Εκείνο που μετράει για μένα, είναι ότι κατάφερα να βγω ακέραια τόσες φορές από έρωτες που με λιγόστευαν. Από σχέσεις όπου, για να μείνω, έπρεπε να ζήσω χωρίς τον ένα μου πνεύμονα. Να αναπνέω μισό αέρα. Να ζω μισά. Να είμαι μισός εαυτός, για να' ναι οι άλλοι ολόκληροι. Να σαπίζω, να βουλιάζω για να κρατάω στην επιφάνεια ανθρώπους που δεν ήξεραν κολύμπι. Και πώς να μάθουν, αν τους το κάνω τόσο εύκολο; Αν είμαι τόσο μητρική απέναντι τους, τόσο αναίτια προστατευτική; Πώς να μάθουν να μην πληγώνουν, όταν μονίμως τους συγχωρώ; Όταν έχουν δεδομένη τη στοργή μου, το σώμα μου κι όλα αυτά που με τόση απερισκεψία τους χάριζα ενώ εγώ τα χρειαζόμουν περισσότερο;

 Τα μικρά, ανώριμα αγοράκια μου, για πάντα έφηβα, για πάντα κατσούφικα και μεθυσμένα, δεν ήταν άξια καμιάς υπόσχεσης. Κι αυτό, επειδή δε μπόρεσαν να κρατήσουν καμία. Δεν τα κατηγορώ. Δε φταίνε εκείνα που ξεχνάω πολλές φορές τι αξίζω. Πόσα είμαι και πώς θέλω να μου φέρονται. Δε φταίνε εκείνοι που έκλαιγα δίπλα τους ενώ κοιμόντουσαν. Δε φταίνε εκείνοι που χάλασα το συκώτι μου γι' αυτούς τόσα χρόνια. Δε φταίνε εκείνοι που με χαλάλισα. Ήταν λίγοι απ' την αρχή. Ήταν μικροί. Ποιος εννοεί τα "για πάντα" του στα 20; Ποιος ξέρει τι του γίνεται; Ποιος δεν καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα του όταν είναι τόσο νέος;

 Τους κράτησα όλους στην καρδιά μου και προχώρησα. Δεν πήρα πίσω όλη εκείνη την αγάπη. Τη χρειάζονταν. Κι ας με μισούν που δεν ήμουν παρά ένα πολύχρωμο χάος από όσα υπέροχα δε μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν.


24/3/2022

ΚείμεναTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang