Τα ωραιότερα μου ποιήματα, ανήκουν σε όλους αυτούς τους άπιαστους.
Τους ονομάζω "χαμένα παιδιά". Ζουν σε μια χώρα του Ποτέ , που ποτέ δε θα φτάσω. Είτε δεν τους γνώρισα, είτε η ώρα ήταν λάθος. Είναι όλοι πανέμορφοι. Τα μάτια τους θυμίζουν άλυτους γρίφους, κι όλα εκείνα που δε μπορέσαμε ποτέ να καταλάβουμε και μας τη δίνουν, γιατί νιώθουμε μικροί. Τους κοιτάζω κι αυτομάτως λιώνω σαν κάφτρα από τσιγάρο, κι όλο γράφω για έρωτες και κρυφές μαγείες. Ποτέ δεν πρόλαβα να ζήσω την ασχήμια τους, την τριβή τους, τη μόλυνση που θα μου' διναν, ποτέ δεν πρόλαβα να καταλάβω πόσο μαλάκες είναι. Ή δεν είναι. Ρομαντικοποιημένοι στο μακρινό αστέρι τους, σαν ξεχασμένα μυθικά πλάσματα, ερωτεύονται τις δικές τους καταστροφές. Αμφισβητούν τη δική τους πραγματικότητα. Με περιμένουν. Ή απλώς, βολεύονται. Χώνονται σε άνοστες σχέσεις να ζεσταθούν πρόχειρα, καταπίνουν με κλειστή μύτη μια πολτοποιημένη ρουτίνα ημερησίως. Καλό σεξ, μα όχι και το καλύτερο. Τετάρτη πάλι σινεμά. Παρασκευή ρεπό και άραγμα. Ίσα να μην συναντήσουν το δικό μου δρόμο. Να μείνουν μακριά απ' τον ενδεχόμενο, κτηνώδη έρωτα μου. Γι' αυτούς, δεν είμαι παρά ένα ακόμη κουτί της Πανδώρας.
Ο Εκείνος μου ζει σ' αυτό το αστέρι, το γεμάτο πιθανότητες που δεν συνέβησαν. Είναι ο πιο όμορφος απ' όλους. Καπνίζει ανθισμένος ανάμεσα τους, με τα μαλλιά του ατημέλητα, και γελάει. Του φτάνει η πάρτη του. Γι' αυτό και διάλεξα αυτόν.
Πού να ήξερε πως δε με ξέρει.
Η ψυχή του διψάει. Αλλά από τι;
Με έχει δει κάνα δυο φορές τυχαία. Στο όνειρο του, στο μετρό... Ποιος ξέρει. Η ζωή δε θα ήταν η ίδια, αν ξέραμε. Κι αυτό το αστέρι δε θα ήταν και τόσο μακριά...
Πώς γίνεται, γαμώτο; Πώς γίνεται ο Εκείνος μου, σκιερός και ξένος, να ξεχύνεται πάνω στα χαρτιά μου πιο βίαια κι απ' το ίδιο μου το μελάνι; Από πού αντλώ τη θύμηση του; Αφού δεν μου ανήκε ποτέ. Πώς γίνεται όσα ζούμε να έχουν τελικά την ίδια δύναμη με όσα δεν έχουμε ζήσει; Κι αφού δεν τα ξέρουμε, τι να πούμε γι' αυτά; Τι να γράψουμε; Όλοι μιλάνε για σκισμένες φωτογραφίες, αλλά κανείς γι' αυτές που δεν τραβήχτηκαν ποτέ. Για αγέννητα παιδιά. Για τροπές που δεν πάρθηκαν. Για άλλες εκδοχές της ιστορίας. Γιατί δεν έχει σημασία.
Κι εγώ τότε, γιατί μιλάω;
Τι κι αν ο δικός μου Εκείνος βρίσκεται απλά σκόρπιος σε όλους μου τους ανάξιους; Σε όλες τις στιγμές που έχω αγαπήσει και μετά μάτωσα να τις ξεχάσω; Τα χαμένα παιδιά κρέμονται σαν ξεφτισμένες κλωστές από ένα φόρεμα δικό μου. Συνθέτουν μελωδίες με όλα τα πληγωμένα μεθύσια μου, ακροβατούν στην άκρη κάθε στίχου μου, και πάντα πέφτουν πριν να τους πάρω χαμπάρι. Είναι κολλημένοι σε ένα αέναο "σχεδόν". Κόβουν και ράβουν την ψευδαίσθηση του Εκείνου τόσο έντονα, που με πονάει. Με πονάει να τον κυνηγάω μέσα από λέξεις, κι αυτός όλο να εξατμίζεται.
Μ' ακούς; Κουράστηκα. Ο,τι σου γράφω φαντάζει γελοίο μέρα με τη μέρα. Εγώ, που σε έχω κρατήσει ζεστό τόσα χρόνια μέσα από την τέχνη μου... Τι έχω κάνει για ν' αξίζω τη γαμημένη ανυπαρξία σου; Τα "αν" σου. Τα μισά σου λόγια. Τους ψιθύρους που όσο κι αν κρατάω την αναπνοή μου, δε μπορώ να ακούσω.
Ποιος ξέρει. Ίσως να μην μου αξίζεις. Ίσως να μη σου αξίζω εγώ. Ακόμη. Γενικά. Ποτέ. Ίσως να μην γεννήθηκες, ίσως να έχεις καιρό πεθάνει. Γι' αυτό να' σαι τόσο όμορφος. Γιατί η ζωή δε σε γδέρνει πια. Ίσως αυτή δεν είναι η σωστή διάσταση για μας. Κάπου σε μια άλλη πραγματικότητα, μου τραγουδάς για να κοιμηθώ. Μου ανακατώνεις τα μαλλιά στην κουζίνα ενώ σου φτιάχνω καφέ. Με τσαντίζεις, με ηρεμείς, με καις, με αλλάζεις. Και πάει λέγοντας. Και δε σταματάει. Σε μια άλλη ζωή ίσως γαμιόμαστε, σε μια άλλη ίσως έχουμε ήδη χωρίσει. Σ' αυτή, κενό.
Ποιος ξέρει...
Κοιμήσου τώρα.
Κι ας είναι απαλό το άστρο που σε σηκώνει.
~2019
YOU ARE READING
Κείμενα
Non-FictionΗ πεζογραφία μου. Κείμενα βγαλμένα από τα όνειρα, τα μεθύσια ή την αυτοπαρατήρηση μου. Γράμματα αυτοκτονίας, γράμματα μεθυσμένα, γράμματα για το μικρό εαυτό μου, γράμματα για τον Εκείνο που δεν εμφανίζεται παρά μόνο στα χαρτιά μου. Σιωπηλές διαμαρτυ...