Πατέρα

111 3 0
                                    

 Γεια σου, πατέρα.

 Σήμερα ήρθες κουρασμένος από τη δουλειά. Έκατσες στον καναπέ και άνοιξες την τηλεόραση. Πέρασες τυχαία από εκείνο τον ηθοποιό που όλοι λένε πως είναι αδερφή. Έπειτα, προβληματισμένος, γύρισες στη μητέρα μου και ρώτησες. "Γιατί γεμίσαμε με τέτοιους ανθρώπους;".

 Η απάντηση ποικίλει μες στο μυαλό σου, αλλά επιμένεις να ρωτάς. Μεγάλωσαν λάθος, σκέφτεσαι. Κάτι τους συνέβη. Κάτι έφαγαν και τους πείραξε. Κάτι πήγε λάθος με τον εγκέφαλο τους. Γιατί ζουν δίπλα σου αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί τους βγάζουν στην τηλεόραση; Γιατί δε ντρέπονται;

 Πατέρα, η ζωή δεν είναι μια φωτοτυπία με ασπρόμαυρες παραγράφους, δεν είναι νοητές γραμμές. Η ζωή είναι καμβάς. Δεν υπάρχει τίποτα πάνω αν δε χρησιμοποιήσεις εσύ το πινέλο.

 Πατέρα, σε θυμάμαι από πάντα να προσπαθείς να φυτέψεις αγκάθια στα ακροδάχτυλα μου, μα όσο φύτρωναν λουλούδια σε έπιανε πανικός. Με οδηγούσες σε δωμάτια παιδοψυχολόγων για να μου τα ξεριζώσουν με τα κατάλληλα εργαλεία. Κρίμα, πατέρα. Είχα πει στη δασκάλα μου ότι θα σου έφτιαχνα μια ανθοδέσμη στη γιορτή σου.

 Πατέρα, είμαι δεκαεφτά χρόνων και ακόμη δεν ξέρεις ότι είμαι γκέι. Πάντα, πριν βγω από το σπίτι, μου δίνεις λεφτά, μου δίνεις ένα τόξο κι ένα βέλος και μου εύχεσαι να βρω στόχο. Εύχεσαι να χτυπήσω κοπέλες με αυτά. Πατέρα, όταν η αδερφή μου αποφασίζει να βγει τη νύχτα την παρακαλάς να προσέχει. Τη δική σου κόρη δεν πρέπει να τη βρει το βέλος. Είναι δική σου.

 Πατέρα δε φοβάμαι την αλήθεια μου. Θα σου πω ότι δε μου αρέσουν οι αλήθειες, μα αυτήν την έχω αγαπήσει. Απλώς είμαι σίγουρος ότι δε θα καταλάβεις. Το μυαλό σου είναι τυποποιημένο, σαν πλαστικό σκεύος σε ένα τεράστιο εργοστάσιο. Όσα βγαίνουν από το στόμα σου, είναι αποστηθισμένα. Οι γροθιές σου κινούνται μηχανικά κάθε φορά που το σύστημα σου μπλοκάρει.

 Έχω ακόμα πάνω μου τα σημάδια που μου άφηνες κάθε φορά που η φωνή μου ήταν πιο δυνατή από τη δική σου. Έχω ακόμα τα γδαρσίματα από τις απόπειρες σου να με σφηνώσεις σε ένα τόσο δα καλούπι που για σένα φάνταζε ιδανικό. Έχω ακόμα τα λόγια σου αποτυπωμένα στα πλευρά μου. Με πόνεσαν αλλά τα αφομοίωσα, το δέρμα μου τα ρούφηξε και έχτισε ένα στρώμα από ασπίδες. Προσπάθησες να με αλλάξεις αλλά, στην ουσία, με προστάτευσες. Όσες πέτρες και να μου πετάξουν, δεν με διαπερνά καμία.

Πατέρα, ήθελες να γίνω γιατρός. Δικηγόρος, ψυχολόγος. Ήθελες να βρίσκομαι κάπου και να προσφέρω κάτι. Πατέρα, έχω περάσει χρόνια μέσα στη ντουλάπα. Πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα θα με έχεις κλειδωμένο εκεί;

 Δεν πειράζει, πατέρα. Όσο καιρό με κρατούσες μόνο μου, εγώ έφτιαξα ένα κήπο στη ντουλάπα μου. Είναι όμορφος, πατέρα, κι ας μην τον καταλαβαίνεις. Κι ας σε τρόμαζαν πάντα τα χρώματα.

 Κάποια μέρα θα σε φέρω να δεις για πρώτη φορά το ουράνιο τόξο.



~2017

ΚείμεναWhere stories live. Discover now