Δεν ξέρω τι να γράψω για μας.
Δεν ξέρω καν αν μπορείτε να μας δείτε. Τόσο διάφανοι έχουμε γίνει προσπαθώντας να επιβιώσουμε. Τόσο, που το πρωί στον καθρέφτη, το μόνο που βλέπουμε είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα απ' τις μπουνιές. Ο κόσμος γύρω μας αποτυπωμένος βίαια πάνω μας.
Θα μου λείψει αυτό το σπίτι.
Ελπίζω, μικρή, να βρούμε κάπου καλύτερα να πάμε. Όσο μένουμε εδώ, συνεχίζουν να σε κακοποιούν. Σαν τότε που ήσουν μόνη σου... Τώρα, έχεις εμένα, την ενήλικη πλευρά σου, κι εγώ αποφάσισα να φύγουμε. Δεν αντέχω άλλο τα δακρυγόνα που καλύπτουν το οξυγόνο κάθε φορά που αναπνέω. Δεν αντέχω να νομίζουν ότι ακόμα μπορούν να μου φωνάζουν. Να απλώνουν χέρι πάνω μου. Να μου βάζουν κανόνες. Να με κλαδεύουν τόσο βίαια εκεί που προσπαθώ να ανθίσω προς τον ήλιο.
Στο ορκίζομαι, μικρή. Θα τον βρούμε τον ήλιο μας. Και θα' ναι ζεστός, και θα λάμπει πιο ψηλά απ' όλα όσα μας πλήγωσαν.
Τώρα, κλαίω για όλα τα λουλούδια που μου πάτησαν. Κλαίω γιατί δε με άφησαν να ζήσω όπως μου άξιζε. Γιατί δεν με αγαπούσαν. Κλαίω για εκείνο το κοριτσάκι που το χτυπούσαν στο πρόσωπο επειδή ήταν, απλά, παιδί. Κλαίω γιατί θα μου λείψει αυτό το δωμάτιο. Αυτό το υπέροχο σπήλαιο , με κάθε πιθανή πιτσιλιά του εαυτού μου αποτυπωμένη στους τοίχους του. Φωτάκια, κούκλες, ζωγραφιές, φωτογραφίες... Κλαίω γιατί φοβάμαι κάθε μέρα τις βόμβες, όπως περνάνε ξυστά από πάνω μου κι από τύχη δεν πετυχαίνουν εμένα. Κλαίω γιατί έχουμε πόλεμο, και πρέπει να φύγω.
Κι έτσι όπως γέρνω πάνω στον καθρέφτη, βλέπω να καθρεφτίζεται το δωμάτιο μου ανάποδα. Χωρίς εμένα μέσα του. Και έτσι θα' ναι από δω και πέρα. Γιατί κι οι δυο γεννηθήκαμε σε λάθος σπίτι, κι αν μείνω λίγο ακόμη, θα χτιστώ κι εγώ με τους τοίχους για να μην υπάρχω. Γιατί αν μείνω, θα με καταπιεί ολόκληρη, όσο κι αν το αγαπώ. Γιατί κουράστηκα να μεγαλώνω σε μια ασφυκτική γωνιά του κόσμου που δε με χωράει πια. Γιατί κουράστηκα να παλεύω τα τέρατα μόνη μου.
Γιατί τα παιδιά χωρίς γονείς, μεγαλώνουν μόνα. Φεύγουν από παντού. Αφήνουν πίσω τους πάντα κάτι, που δε χωράει σε μια βαλίτσα. Πέφτουν και σκοτώνονται στους δρόμους, και δεν έχουν σπίτι να γυρίσουν. Παρά τρέχουν με ματωμένα γόνατα μέσα στα χρόνια, χωρίς να καταλαβαίνουν τον πόνο. Απλά γιατί πρέπει να τρέξουν. Δεν υπάρχει καταφύγιο για αυτά τα παιδιά. Κανείς δεν τους έμαθε κάτι όμορφο. Κι αν βρουν κάπου θαμμένη την ομορφιά, είναι τυχερά. Γίνονται αγρίμια. Δεν αφήνουν κανένα χέρι να τα αγγίξει, γιατί θυμούνται τα χέρια που τα μαύρισαν απ' το ξύλο. Δεν κοιτάζουν ποτέ πίσω τους, γιατί φοβούνται ότι θα δουν κάποιον να τα κυνηγά. Τα παιδιά αυτά δεν τα θυμάται ο κόσμος. Καταλήγουν συνήθως σε παντός είδους ιδρύματα, και μεγαλώνουν στο σκοτάδι. Δεν είναι τα παιδιά που φοβάσαι, ούτε εκείνα που βλέπεις να γελάνε και να φωνάζουν στα σοκάκια. Είναι το δικό σου παιδί. Το παιδί που πέρασε δίπλα σου σήμερα. Το παιδί που μένει απέναντι σου, και δε μιλάει ποτέ. Το παιδί μέσα σου. Εκείνο που παλεύει να υπάρξει μέσα απ' το κλάμα σου, κι εσύ το πνίγεις βίαια, απασχολημένος με την ενήλικη καθημερινότητα σου. Κι ύστερα, μαθαίνοντας να του κλείνεις την πόρτα, αρνείσαι να κοιτάξεις κι εκείνα, τα άλλα παιδιά. Κάνεις πως δε βλέπεις τα γδαρσίματα τους. Κάνεις πως δεν ακούς τις φωνές και τα κλάματα από το πάνω διαμέρισμα τα μεσημέρια. Γιατί κάτι μέσα σου έχει πεθάνει, αλλά δεν ξέρεις τι. Κι έτσι απλά, ο κόσμος γεμίζει πληγές. Γίνεται μια τεράστια ζυγαριά που στοιβάζει απ' τη μια χτυπημένους, κι απ' την άλλη αδιάφορους.
Γίνε ο,τι θες μέσα στον κόσμο.
Μόνο αν δεις εκείνα τα κυνηγημένα παιδιά κάπου, παρ' τα μια αγκαλιά. Δώσε τους κάτι να δέσουν την πληγή. Μη γυρίσεις την πλάτη.
Κι ας σου θυμίσουν, κάπως φευγαλέα, έναν εαυτό δικό σου.
28/3/2021
YOU ARE READING
Κείμενα
Non-FictionΗ πεζογραφία μου. Κείμενα βγαλμένα από τα όνειρα, τα μεθύσια ή την αυτοπαρατήρηση μου. Γράμματα αυτοκτονίας, γράμματα μεθυσμένα, γράμματα για το μικρό εαυτό μου, γράμματα για τον Εκείνο που δεν εμφανίζεται παρά μόνο στα χαρτιά μου. Σιωπηλές διαμαρτυ...