Ανακωχή ☆

75 3 0
                                    


Αγαπητή 13χρονη Εγώ (κοινώς, μικρή),

Εσύ που αποτελείσαι από ατελείωτες σελίδες γεμάτες εσωτερικές συγκρούσεις, έρωτες και σκόνη, που όσο κι αν τη φύσαγες, δεν μπορούσες να σε δεις καθαρά. Εσύ που παρακαλούσες τόσο συχνά όποιον βρει τα χειρόγραφα σου, να τα διαβάσει όλα, γιατί φοβόσουν πως θα πεθάνεις στον ύπνο σου. Εσύ, που όπως κι εγώ τώρα, ήσουν μόνη.

Σου γράφω απλώς για να σου πω ότι δεν πέθανες ποτέ. Ότι υπάρχω. Υπάρχω, και δεν ξέχασα.

Μικρή, διαβάζω τις ιστορίες σου. Ανατριχιάζω με τον πόνο που δε σου επέτρεπαν καν να εκφράζεις. Κι εσύ έγραφες... Δεν άφηνες στιγμή να περάσει. Θα έλεγε κανείς πως ήδη σχεδίαζες την, άγνωστη ακόμη και σε σένα, εκδίκησή σου: Εμένα.

Οι σκηνές ζωντανεύουν μπροστά μου ενώ γράφεις. Περνάω έξω από το παλιό φροντιστήριο και σε βλέπω να κατεβαίνεις. Περνάς δίπλα από εκείνον, και σε κοροϊδεύει πάλι. Τι μαλάκας. Θα τον δείρω, μικρή, σοβαρά. Θα σηκώσω το αόρατο χέρι μου και θα τον πάρει ο διάολος. Σε παίζει κάθε μέρα στα χέρια του σαν να κρέμεσαι απ' τα κλειδιά του. Κι εσύ πονάς, γιατί πράγματι κρέμεσαι. Αιωρείσαι σε έναν έρωτα πλασματικό, νομίζεις πως πετάς, μα δε βλέπεις τα σχοινιά που σε έχουν δέσει. Μέσα στη ζούγκλα που τρέχεις να σωθείς, έχεις αφήσει κατά λάθος την καρδιά σου ανοιχτή. Και τρέχει ανεξέλεγκτο το μελάνι... Του γράφεις στίχους. Χαλάς ολόκληρα τετράδια. Κλαις για ώρες, μέχρι να αποκοιμηθείς. Τη στιγμή που αυτός σε χλευάζει, εσύ μαθαίνεις τι πραγματικά είναι έρωτας. Κι ότι δε μπορείς να τον ελέγξεις... Λατρεύεις κάθε κουκίδα του προσώπου του, κάθε αδέξια κίνηση του, κάθε ασήμαντο ρούχο που αρπάζει αγουροξυπνημένος το πρωί για να' ρθει στο σχολείο.

Πόσο τον αγαπάς, βρε μικρή. Κι αυτός, μιλιά.

Μόνο σε κοιτάζει. Γιατί είναι παιδί, μικρή. Κι ας τον έχεις μεγεθύνει. Ένα παιδί που φοβάται είναι κι αυτός.

Πράγματι... Είναι παιδί. Τι με εμποδίζει τώρα πια;

Ξαφνικά, τρελαίνεσαι. Με έχεις αρπάξει από τα χέρια ενθουσιασμένη. "Θα του μιλήσεις; Θα του πεις για μένα; Για όσα του' χω γράψει;". Τα μάτια σου μεγαλώνουν ολοένα όσο περιμένεις την απάντηση μου. Μέσα στο ερωτευμένο σου κεφάλι σκάνε χρώματα και χρώματα, γι' αυτό που περίμενες πάντα.

Κι εγώ σου χαϊδεύω τα μαλλιά, και σε βάζω να κοιμηθείς. Ήσυχα, μικρή. Άστα αυτά τώρα. Αυτά είναι λογαριασμοί μεγάλων. Εσύ, να γράφεις. Να γράφεις, και να περιμένεις.

Και στο υπόσχομαι. Δε θα σε αφήσω να κλαις άλλο. Θα σε προσέχω, όπως δεν έκανε κανείς τόσα χρόνια για σένα. Θα ρίξω αγκίστρι σε αυτό το αστέρι που ήθελες, και θα αρχίσω να το τραβάω με όλη μου τη δύναμη. Να το φέρω κάτω. Να το δεις και να καταλάβεις πως είναι, απλώς, ένα αστέρι. Και τα αστέρια δεν ευθύνονται για τα όνειρα που τα' χουμε φορτώσει. Τα πράγματα είναι τόσο απλά, μικρούλα, κι ας τα' χει παραφουσκώσει η μανιασμένη εφηβεία σου. Πόσα και πόσα διαμάντια δεν έχει πλάσει ο κόσμος για ανθρώπους ανούσιους. Πλαστικούς. Ιδεατούς. Πόσοι και πόσοι τέτοιοι άνθρωποι δε σε σφυρηλατούν με κακία, για να γίνεις το διαμάντι που είμαι τώρα... Μην τους ακούς, ο,τι κι αν λένε. Όσο κάτω κι αν σε ρίχνουν. Θα τα καταφέρεις, θα βγεις απ' τη ζούγκλα. Ποτέ δεν ανήκες εκεί.

Δεν είμαι ο φύλακας άγγελός σου, μικρούλα. Δεν υπάρχουν άγγελοι. Είμαι, απλώς, ο εαυτός σου. Απλώς δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρεις ακόμη. Μόνο τον εαυτό μας έχουμε. Κι εσύ, τον δικό σου, μην τον γδέρνεις... Μην τον γδέρνεις, μικρή μου. Όσο μίσος κι αν σου μάθανε.

Θα σε περιμένω στο μακρινό σύννεφο μου. Θα τα φτιάξω όλα, όλα όσα σου σπάσανε, όλους όσους βανδάλισαν τα μέσα σου τόσο άγρια.

Καληνύχτα, μικρή.


~2020

ΚείμεναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora