Επιμύθιο ☆

60 2 0
                                    

Σήμερα, ήρθε και με πήρε απ' το σχολείο.

Δεν θύμιζε τη μαμά μου. Ήταν μεγάλη κι όμορφη, σαν τη θεά του ωκεανού στην ταινία του Μιγιαζάκι. Είχε πάνω της λογιών λογιών θησαυρούς. Άλλοι ψεύτικοι, άλλοι αληθινοί σαν το δέρμα της. Χαμογελούσε μ' ένα πληγωμένο χαμόγελο ° ήταν ένας πίνακας αλκοολικού ζωγράφου γεμάτος μπερδεμένα, παιδικά χρώματα. Μύριζε, θυμάμαι, βανίλια. Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο περίπτερο να πάρουμε σοκολάτες. Ήξερε πόσο λατρεύω τα γλυκά, δεν ήταν σαν τους μεγάλους που μου τα έκρυβαν για να μην παχύνω. Ήμασταν partners in crime. Δε θα έλεγε ποτέ σε κανέναν τα μυστικά μας. Κι ας επρόκειτο για μια απλή σοκολάτα. Μου πήρε τσιχλόφουσκες, και ζελεδάκια, και το καινούριο τεύχος του Κατερίνα, που είχε δώρο αυτοκόλλητα καρδούλες. Με πήγε στην παιδική χαρά και κάναμε κούνια μέχρι που με πόνεσε το στομάχι μου. Με κοίταζε στα μάτια ενώ μιλούσα, κι ας μην έβγαζα νόημα. Γελούσε με τα παιδικά αστεία μου. "Θα γίνεις συγγραφέας εσύ", μου έλεγε. Τα άλλα παιδάκια με ζήλευαν που την είχα. Πίστευε σε μένα. Ήταν τόσο μεγάλη και τόσο όμορφη. Κι εγώ ένα παιδί. Κι όμως, πίστευε σε μένα.

Περάσαμε όλη τη μέρα μαζί. Της διάβασα το ημερολόγιο μου, της τραγούδησα στίχους που είχα γράψει. Παίξαμε με τις κούκλες μου και ζωγραφίσαμε με τις ξυλομπογιές μου. Με ρώτησε τι θέλω να μου φέρει ο Άι Βασίλης φέτος. "Εσένα για μαμά", της είπα. Γέλασε. Μου είπε πως ήταν κάτι πιο σπουδαίο από αυτό, ήταν η εγώ απ' το μέλλον. Με φώναζε μικρή και δε με πείραζε. Τι να με πειράξει; Εμένα ποτέ δε με είχε πει κανένας μικρή. Βάζαμε τα CD μου και χορεύαμε ξυπόλητες, μετά πέφταμε στο χαλί ευτυχισμένες. Μου χτένιζε τα μαλλιά, κι ας ήταν κοντά. Μου διάβαζε ιστορίες για ερωτευμένους. Μου έλεγε πως δεν πίστευε στον έρωτα. Και, στο τέλος κάθε ιστορίας, κλαίγαμε κι οι δυο.

Το βράδυ, δε μπορούσα να κοιμηθώ. Την κοίταζα που είχε αποκοιμηθεί δίπλα μου, με το παραμύθι που μου διάβαζε ανοιχτό στα πόδια της, κι αναρωτιόμουν αν όντως είναι αυτή που λέει. Αν υπάρχει Άι Βασίλης. Αν υπάρχει μέλλον, κι αν υπάρχουν γοργόνες. Αν υπάρχει αγάπη. Η ρυθμική ανάσα της μέτραγε γλυκά τα δευτερόλεπτα° ένιωθα τη βανίλια να ανασαίνει κι αυτή μέσα απ' τις ανοιχτές πληγές της, και να γλυκαίνει το σκοτάδι. Άκουγα την καρδιά της, κι ήταν σαν να μετράω αστέρια. Ένιωθα σαν να μπορούσα να τα ακουμπήσω για λίγο. Όλα υπάρχουν. Αφού είναι εδώ κι αναπνέει μαζί μου, όλα υπάρχουν.

Εκείνη τη νύχτα, κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Κι ονειρευτήκαμε η μία την άλλη. Και κατάλαβα ότι τελικά, τα αστέρια δεν είναι τόσο μακριά. Κατάλαβα ότι δεν είμαι τρελή να τη φαντάζομαι. Δεν είμαι τρελή να την περιμένω, να την έχω ανάγκη, να γράφω για κείνη. Δεν είμαι τρελή να λέω σε όλους πως θα γίνω συγγραφέας. Πως θα γίνω γοργόνα. Πως θα μυρίζω βανίλια μια μέρα.

Εκείνη τη νύχτα, δε φοβόμουν πια κανέναν. Όταν ξύπνησα, εκείνη είχε γίνει καπνός. Ήξερα όμως πως, κάπου σε εκείνο το μέλλον που δεν ξέρω αν υπάρχει, είμαι η μικρή της.

Πως μ' αγαπάει, και θα' ρθει να με πάρει. Όσο και να την έχουν πληγώσει.


-21/11/2022

ΚείμεναDove le storie prendono vita. Scoprilo ora