ΙΙI - Πειραιάς - Πατήσια,μια βροχή δρόμος.

36 3 0
                                    

Σιχάθηκα. Έχει καταντήσει τραγελαφικό, που φαίνεται να είμαι σε ένα ατελείωτο κρεσέντο παραφωνίας της τύχης,δίχως την λύση της αρμονίας του. Σιχάθηκα σε όποιο βήμα και να κάνω,η κακοτρεχιά να με καρτερεί σαν κυνηγός το θήραμα. Σιχάθηκα να προσπαθώ, σιχάθηκα να ελπίζω.

Ελπίς... Ο χειρότερος δαίμων όλων. Η αυτοκαταστροφική κινητήριος δύναμη που σε ωθεί ξανά και ξανά να αναλώνεσαι στο ακόνι της μιζέριας ώσπου το μόνο που θα θυμίζει εσένα, είναι τα ροκανίδια των ματαιων επιθυμιών σου. Των προσμονών χρόνων, που αλέθεται στην κρύα και τραχιά πέτρα του ακονιού,σχηματίζοντας ένα αρρωστημένο μωσαϊκό στο πέρας της ημέρας.

Η βροχή πέφτει απαλά στο παράθυρο του τρένου. Ομως νιώθω την κάθε σταγόνα να τρέχει στην ραχοκοκαλιά μου,με τον κρύο σαδισμό της να διαγράφει το μονοπάτι της στο σάπιο μου κουφάρι που κουβαλάω από εδώ και από εκεί. Ήρθαν από το πουθενά και θα καταλήξουν στο πουθενά,όπως ακριβώς και οι σκέψεις μου. Οι σκέψεις,που αν και βραχύβιες, ξέρουν καλά να τρώνε τον δρόμο τους προς τα μέσα μου,εξαντλώντας με από κάθε τι που με κάνει να νιώθω δυνατός,σίγουρος, άρτιος.

Ξέρω καλα πως όλα αυτα,δεν αλλάζουν μόνα τους. Δεν θα ξημερώσει μια μέρα λουσμένη στο αυταρχικό φως του ήλιου και η ομίχλη της αβεβαιότητας θα σπάσει,θα διαλύσει. Ίσως μετά από τόσα χρόνια που έγινε κομμάτι μου,χαθώ και εγώ μαζί της. Πολλές φορές εύχομαι για λύτρωση μα δεν είναι αυτή η λύτρωση που μου αξίζει. Όχι έτσι. Ο επίλογος μου δεν θέλω να γραφτεί έτσι,άδοξα. Αχρωμα. Ρόδα είναι και γυρίζει λένε,αλλά νιωθω λες και κάποιος τράβηξε χειρόφρενο και εγώ είμαι κάτω από αυτή την ρόδα. "Αν δεν ματώσεις, δεν θα αλλάξει τίποτα." Ψιθυρίζει μια φωνή στο κεφάλι μου,απομεινάρι ενός άλλου κόσμου,που μου δίδαξε πως το εγώ δεν έχει θέση στο θέλημα της μοίρας. Αρνούμαι να το πιστέψω. Αρνούμαι να το δεχτώ αυτό για εμένα. Εγώ είμαι ο πλοίαρχος στην ζωή μου και εγώ διαλέγω την μοίρα μου. Πυξίδα μου η θέλησή μου και πηδάλιο οι επιθυμίες μου,οι στόχοι μου,ακόμα και η λαγνεία μου. Δεν δέχομαι πως όλα είναι σχεδιασμένα,κομμένα και ραμμένα μέχρι τέλους. Ποτέ δεν μου άρεσε να νιώθω, πόσο μάλλον να είμαι, έρμαιο. Αλλά πόσο ακόμα να ματώσω; Πόσο αίμα να χάσω μέχρι να καταρεύσω αναίσθητος; Πόσο ακόμα πρέπει να προσπαθώ μέχρι το στραγγισμένο μου από ζωή και θέληση κουφάρι να γίνει ένα σκήνωμα ήττας και ολέθρου; Πόσο...

Κι όμως, υπάρχει κάτι που φαίνεται σαν φάρος,στο βάθος του ορίζοντα. Ένα άνοιγμα,στους οργισμένους αιθέρες που πνέουν με πείσμα ανέμους κόντρα στην πλώρη μου,σπρώχνοντάς με στα ανοιχτά. Ένα άγγιγμα,το οποίο δεν ξέρω πως,μου προκαλεί θαλπωρή. Μου δίνει κίνητρο να κολυμπήσω στην θυμωμένη θάλασσα και να μάχομαι μέχρι να το ξανανιώσω,στο φιλί του νερού και της γης. Εκεί όπου το κύμα,θα με ξεπλύνει από την βρωμιά της αυτοδυσαρέσκειάς μου. Εκεί,που ο Απόκληρος θα ξαναγεννηθεί σαν λευκός καμβάς και με το δικό του μελάνι,θα δημιουργήσει ξανά..

Ε.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora