XXXVII - Εξάρτηση.

18 1 0
                                    


Ξέρετε τι μου έχει λείψει; Τι η λάγνα μου ψυχή έχει πεθυμήσει; Αλκοόλ. Πολύ αλκοόλ. Ατελείωτα ποτάμια δηλητηρίου να κατεβαίνουν τον λαιμό μου από το πρωί ως το βράδυ. Οινόπνευμα που μου καεί ότι στον διάβολο με πονάει,και τα σωθικά μου μαζί. Και από δίπλα, ένα αναμένο Monte Christo να μου πλημμυρίζει τα ρουθούνια με τον πυκνό καπνό του. Ιδανικά,να είμαι κάπου μόνος,με θέα την θάλασσα που όσο και να θέλω να μισήσω, δεν μπορώ. Να την ατενίζω με τις ώρες,να θυμάμαι και να πίνω για να ξεχάσω ό,τι μόλις θυμήθηκα. Ξανά και ξανά,μέχρι ο νους μου να παίζει παιχνίδια με το αλκοόλ. Να μου προβάλλει σκέψεις και συναισθήματα,που νηφάλιος δεν θα είχα ποτέ το θάρρος να αντιμετωπίσω. Ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται με πτώση στα τάρταρα του υποσυνείδητού μου,εκεί που κρύβονται τα πιο ειδεχθή τέρατα που η όψη τους δεν περιγράφεται με λόγια.

Μια ψυχική κάθαρση,μια τελετή καθημερινής αναγέννησης η οποία με αναζωογονεί και με σκοτώνει ξανά.

Νιώθω τόσο εξαντλημένος σήμερα. Προ λίγων ημερών ,ο Χασάν,ένας Πομάκος ναύτης μας έβγαλε για φαγητό γιατί γιόρταζε το μπαϊράμι. Πάνω σε μια κουβέντα,μας αποκάλυψε πως έχει κάνει τρία μπαλονάκια,μα καπνίζει ωσάν το φουγάρο της Πτολεμαΐδας και πίνει όσο πίνω εγώ.
"-Μπράβο ρε Χασάν!" Του λέει η υποπλοιαρχος. "Δεν πήρες το μάθημά σου;"
"-Το τι αγώνα έδωσα για να το κόψω,μόνο εγώ και αυτός εκεί πάνω το ξέρει. Δεν τα κατάφερα. Την γυναίκα μου την αφήνω,το τσιγάρο,όχι!" Λέει εκείνος,και εκεί που κάποιος θα περίμενε να γελάσει ,παρασέρνοντας και εμάς στο χορατό του,έμεινε σοβαρός. Τα χείλη του κάλυψαν τα μισοφαφουτιασμένα ούλα του. Μιλούσε σοβαρά.

Τελικά οι άνθρωποι,όσο και να ξέρουν πως οδεύουν προς την καταστροφή τους,ορισμένες φορές αφήνουν το γλυκό αυτό κόψιμο να τους σκοτώσει. Να τους στραγγίξει από ζωή συνειδητά. Ονομάστε το φαγητό,αλκοόλ,ναρκωτικά, σεξ,το τσιγάρο που κρέμεται στα χείλη μου κάθε στιγμή της ημέρας. Τα όπλα που συνδράμουν στο αργό,μα σίγουρο τέλος.

Ο Χασάν λοιπόν, επιλέγει το τσιγάρο και το φθηνό τσίπουρο όσο πιο συχνά μπορεί. Τα μικρά του μπουκάλια βρίσκονται στον καταψύκτη της κουζίνας και ποιος ξέρει πόσα στην καμπίνα.

Δεν σας κρύβω τον ζηλεύω. Από τους καλούς τσαπαδόρους σε αυτά τα πλοία,δεν θα του χαλούσε κανένας το χατήρι αν εκτός υπηρεσίας φαρμακώσει κάνα τρία τέσσερα ποτηράκια. Πάντα με πάγο και μεζέ.

Εγώ από την άλλη,ένας νέος αξιωματικός, με υπέρλαμπρο μέλλον και τις καλύτερες συστάσεις, δεν μπορώ να κάνω το ίδιο. Υπάρχουν φορές που μπόρεσα μια δυο μπίρες να ζουλίξω στο χιτώνιό μου και να τις περάσω στην καμπίνα μου,που μετά φόβου λες και παραβαίνω το ου φονεύσεις,τις πίνω γρήγορα με την προσμονή πως θα κάνω εύκολα κεφάλι,μιας που δεν κατεβαίνει μπουκιά κάθε μέρα και θα πέσω για ύπνο σαν τάβλα.

Ούτε καν...

Τοσα χρονια αλκοολισμού με έχουν κάνει impervious στο ελαφρύ ποτό. Τι να μου κάνουν δύο μισόλιτρες μπίρες; Μισή βότκα πρέπει να κατεβάσω και αν...

Που όμως; Να τσαλακώσω την εικόνα μου στα μάτια ανωτάτων με ένα μισομπούκαλο στο χέρι και τα μάτια πρησμένα από το κλάμα;
Να σας πω την αλήθεια,υπό άλλες συνθήκες θα έλεγα ένα βροντερό "χέστηκα και η βάρκα γέρνει". Ειδικα,αν ημουν μέρες πριν το ξέμπαρκο. Ας όψεται όμως πως είμαι εδώ από βοήθεια της υποπλοιάρχου. Αν εκτεθώ θα εκτεθεί, και ήδη είμαι αρκετά ενοχικός με ένα σκασμό πράγματα. Δεν το θέλω αυτό.

Κι όμως...Το θέλω και το ζητάω σαν κολασμένος.

Το βασίλειό μου για λίγο αλκοόλ ρε παιδιά...

Ε.Where stories live. Discover now