LXXXVIII - Μελανή Αυγή.

3 0 0
                                        

Βράδυ.
Είμαι στον καναπέ μου, μόνος μου. "God Fearing man" παίζει στα ακουστικά μου, και νιώθω το ποτό να ρέει στις φλέβες μου. Όταν ξημερώσει, ο νυσταγμένος ουρανός θα με βρεί ήδη ξύπνιο, να περιμένω την αυγή.

Την Μελανή μου εκείνη Αυγή, να φανεί στην οθόνη μου.

Cherny Rassvet.

Για εσένα λέω, που κάθε μελωδία μου θυμίζει πως τα κρύα χρώματα που σε χαρακτηρίζουν, ήταν εν τέλει η μόνη πραγματική ζεστασιά, όταν όλοι έφυγαν.

Δεν είχαν λόγο να κάτσουν. Δεν τους κατηγορώ όλους. Άλλοι τα βροντήξαν, άλλοι απλά μαλακίστηκαν. Τα πρόσωπά τους, και στους δύο μας είναι γνώριμα γαμώ το.

Εσύ όμως έμεινες.
Δεν είχες λόγο, πανάθεμά σε.

Όταν σε ρώτησα γιατί, μου είπες απλά:
"-Κλικ."

Κλίκ λοιπόν.

Κλικ λοιπόν, με το μικρό. Πιστοί της υπερβολής και οι δυό μας. Έρμαια σάρκας, μοίρας και συγκυριών.

Δεν πιστεύουμε στη μοίρα.
Τίποτα δεν είναι γραμμένο.
Εμείς φτιάχνουμε την μοίρα μας.
Θυμάσαι?

Θυμάσαι...
Σε κάθε μου μεθύσι,
σε κάθε μου απερισκεψία,
κάθε τι που το μετάνιωσα το πρωί, ήσουν εκεί.
Δυό χέρια να με μαζέψουν, μια φωνή να με πάει σπίτι, ακόμα κι ένα μήνυμα. Ένα... Κάτι.

Όταν η σιωπή με έπνιγε.

Η υπόσχεση του αύριο, που πάντα ξημερώνει.
Μα στον δικό μου κόσμο, δε ξημερώνει κανένας ήλιος.
Κι εσύ, δεν παραβίασες αυτή μου την αλήθεια.
Όταν έρθει η ώρα μου,
και με βρεις με το μαχαίρι στο στήθος,
στρίψ' το στην καρδιά μου και πες μου ένα παραμύθι.

Λύτρωσέ με.

Πάρε με ξανά από το χέρι, και πάμε στον Εθνικό Κήπο.
Μη μου αφήσεις το χέρι, όπως τότε στο Θησείο.
Φίλα με όπως τότε, μπροστά στη Βουλή ενώ με έχεις αγκαλιά, που σταμάτησε ο χρόνος.
Πιες ξανά από το ποτό μου.
Κορόιδεψέ με για τον καφέ που πίνω το πρωί, πως είναι "νερομπλούκι", όπως μου είχες πει με γέλιο.
Πες με ξανά μαναράκι, αγαπημένο σου και γονάτισέ με.
Δε θα αρνηθώ τη στιγμή.

Είσαι ο,τι απέμεινε από τον κόσμο που ξέρω.
Και δεν έχεις ιδέα, πανάθεμά σε γαμώτο...

Δεν έχεις ιδέα τι είσαι.
Το αγοροκόριτσό μου,
Η σωματοφύλακάς μου.
Η Αυγή μου.

Η στοργή, τυλιγμένη σε ατσάλι, sass και πάγο.
Μα το κρύο δεν έκαιγε ποτέ τόσο πολύ.

Η Μελανή μου Αυγή, με μια επίγευση πλατίνας και αίματος.

Με έναν δικό μου τρόπο, σε αγαπώ. Ποτέ δε θα μάθεις πόσο.
Δε θα στο πω.

Μαζί σπάσαμε όρια.
Περάσαμε γραμμές που πίστεψα πως ήταν άβατο.
Και ακόμα, κανένας πόλεμος δε τελείωσε.
Και ακόμα, είσαι εδώ.
Έτοιμη να κόψεις τα πάντα.
Είτε με λεπίδα, είτε με τα ίδια σου τα χέρια.
Αδάμαστη, αλύγιστη, άθραυστη, ακόμα κι όταν ξέρεις πως αλώβητοι δε θα βγούμε από τα ίδια μας τα έργα στο τέλος.
Η ιστορία, μας θέλει κακούς.
Τα μάτια όλων πάντα ψάχνουν το εξιλαστήριο θύμα.
Και ήμασταν εμείς.
Πότε δεν ήμασταν?

Όταν όλοι φύγανε, μικράκι.
Όταν όλοι μας κάψανε για να μη μας λησμονήσουν.
Όταν ήσουν η μόνη, τότε... Κάτι βράδυα αξημέρωτα, που τα χέρια μου ήταν οπλισμένα με αμαρτία, μίσος και οργή.

Τουλάχιστον, ξέρω πως θα πέσω εγώ πρώτος.
Δε σκοπεύω να σε πάρω μαζί μου κάτω.

Ξέρεις που κρύβω τα κλειδιά μου πάνω μου. Κι ας μη θυμάσαι τώρα.

Δε θέλω να με μαζεύεις.
Θέλω να έρχομαι μαζί σου.
Άσε με να έρθω.

Πάμε για ποτό οι δυό μας, να βγάλουμε την άβυσσο από τα μέσα μας με αλκοόλ και μαλακίες.

Δώσε μου να πιώ απ' το μπουκάλι, ενώ σε έχω αγκαλιά ξανά.

Άγγιξέ με εκεί που όλοι με καρφώσανε.
Το άγγιγμα σου δε πονάει.

Λύτρωσέ με απ' ο,τι κατέληξα να είμαι, βαμπιράκι μου.

Και θα στο χρωστάω.

Είμαι ευγνώμων, που είσαι εδώ.

Είμαι ευγνώμων που με αγαπάς.
Για τη στοργή σου, το χάδι σου,
για όλα όσα μας δέσανε σαν άματα καδένας.

Δε σου κρατώ κανένα μυστικό.
Μονάχα το πώς φοβάμαι.

Με τρομάζουν η αγάπη και η στοργή καμία φορά.
Μη ψαρώνεις.
Είμαι βλαμμένος.
Καταδικασμένος.
Έχουν περάσει οι μέρες που οι υποσχέσεις με γιάτρευαν.
Τα χρονικά που ένα "αν" και "θα" με καίγανε νεκροζώντανο.
Δεν υποσχέθηκες.
Δεν ορκίστηκες.
Και αυτό το κάνει πραγματικό.
Ολόκληρο.

Κι εγώ δεν αντέχω άλλα ημίμετρα.
Τα σχεδόν, τα χόρτασα και τα σιχάθηκα.

"A new dawn will break.
I won't be afraid.
I am the weight of the world, that has fallen astray."



Ε.Where stories live. Discover now