XVIII - Το φρούριο του Μορφέα.

17 2 0
                                    

Ξύπνησα πνιγμένος από πανικό και ταραχή. Λες και ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που περπατά στον κόσμο. Δεν ξέρω γιατί. Ακόμα παλεύω με δαίμονες του παρελθόντος μου. Τους βλέπω και τους ονομαζω. Ίσως ανακάλυψα πολλά πράγματα μαζί αυτες τις μέρες που δεν ήξερα,ίσως το οτι ακόμα ψάχνω για δουλειά και δεν έχει βρεθεί τίποτα,το ότι οι μέρες μακριά από την φυλακή μου λιγοστεύουν,συνδράμουν στο υποσυνείδητό μου να μου παίζει ξανά άσχημα παιχνίδια.

Ένα άγχος που κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται ήταν ακριβώς ότι δεν χρειαζόμουν για να ξεκινήσω την μέρα μου σήμερα. Ένα ρίγος που ξεκινάει από τα ακροδάχτυλά μου και καταλήγει στο στερνο μου,με κόλλησε στο μαξιλάρι,ανήμπορο να βρω ηρεμία. Ανήμπορο μα βρω την δύναμη να πετάξω από πάνω μου την νύστα και τον πανικό.

Στον κόσμο των ονείρων έβρισκα πάντα άσυλο. Όταν η πραγματικότητα γινόταν αποπνικτική και με στέρευε από ότι θετικό, χωνόμουν με τις ωρες κάτω από τα σκεπάσματα. Αποτυγχαινα να κοιμηθώ συχνά,μα ήταν το προσωρινό μου φρούριο. Εκεί όπου τίποτα δεν μπορεί να με βλάψει. Ότι κακό θέλει να με βρει,ως δια μαγείας δεν θα κοιτούσε ποτέ κάτω από τα παπλώματα.

Σήμερα δεν ένιωσα έτσι. Σήμερα ήταν κάτι σαν εκείνο το ρητό που λεει:"τα κάστρα πέφτουν από μέσα".
Όσο πίνω τον καφέ μου,βλέποντας τον κόσμο να περνάει δεξιά και αριστερά,αναρωτιέμαι αν το έχουν νιώσει και εκείνοι ποτέ. Αν και εκείνοι βρίσκουν καταφύγιο στο ζεστό τους κρεβάτι. Αν και εκείνοι ξυπνούν σαν εμένα, αλαφιασμένοι άνευ λόγου και αιτίας.

Ε.Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin