LXXXVII - Κατακάθι.

1 0 0
                                        

Είμαι το κατακάθι που μένει, όταν στερεύουν πια τα ποιήματα.
Όταν σωθεί και η τελευταία συλλαβή,
το κρύο γύρω μου, κολλάει σαν εραστής πάνω μου.

Όταν το αίμα πήξει στην πληγή σου, κι αρχίζεις να ξεχνάς, το δικό μου ακόμα τρέχει. Σαν άλογο, σαν άνεμος, σαν τα ρεύματα που δε γυρίζουν πίσω.

Και μαζί τους, φέρνουν την κάθαρση.
Να τα σαρώσει όλα από μέσα μου,
να με αφήσει στιλπνό από κάθε τι.

Ένας λευκός καμβάς,
μέχρι την επόμενη φορά.

Όταν και ο τελευταίος θεός σταυρωθεί, όταν η τελευταία μάσκα πέσει, τι να 'ναι αυτό που μένει?

Το κατακάθι του χθες, τα λείψανα του σήμερα, τα σαρακοφαγωμένα θεμέλια του αύριο.

Εγώ.

Δεν υπάρχει ο χρόνος.
Δεν υπάρχουν στιγμές.
Πινελιές σε μαυρόλευκο πίνακα είναι μονάχα όλα.

Και χάνονται στο γκρίζο.
Το μισώ το γκρίζο...

Το έργο, ενός παράφρονα ζωγράφου δεσπόζει μοναχά.
Κι εγώ το κοιτώ, σαν οι νεκροί τον ήλιο.

Ανακαλώ, όσα είπα κάποτε,

"δε χτίζουν όλοι στο κενό"

Μαρτυρία από πρώτο χέρι.

Όλα μετέωρα, όλα ρευστά,
σε μια αλήθεια που τα θέλει όλα στερεά.

Τι να σε κάνω?
Δε βγάζω εγώ τους κανόνες.
Το παιχνίδι είναι χαμένο,
κι εγώ δε πρόλαβα να παίξω.

Το παιδί που του στερήθηκε,
που σκεύρωσε,
που έκλαψε και πλάνταξε.

Αρκετά.

Μου αρνήθηκαν αυτή την πολυτέλεια.
Κι εγώ δεν θα είμαι πια ο δέσμιός σας.
Το ατσάλι γύρω από τα χέρια μου,
γίνεται φλέβες και τις κάνω κορδέλες.

Έτσι έμαθα,
έτσι μπορώ.

Πείτε με καθίκι,
μπορεί να έχετε και δίκιο.

Μα, δε με λυπάμαι.
Ούτε κανέναν από 'σας.
Μοναχά, να γελάω θέλω.
Μακριά σας.

Με πνίγετε.

Η φωτιά σας, δε ζεσταίνει,
μόνο καίει.
Αλαζονικά, σα πυρκαγιά.
Λαίμαργα, να με καταβροχθίσει κι εμένα.

Ένα κατακάθι μου 'μεινε κι εμένα.
Ό,τι είναι δικό μου δηλαδή.
Ο,τι έχει μείνει.

Κάτι λείψανα φαγωμένα,
η μόνη μου αλήθεια και ασπίδα.

Δε θα μου το κάψετε κι αυτά.





Ε.Where stories live. Discover now