XLV - Ενα ευχάριστο διάλειμμα.

12 1 0
                                        

Εικοσιδύο και σήμερα. Η πλώρη σήμερα με έβγαλε στο Ρέθυμνο. Από μικρός ήθελα να πάω στην Κρήτη. Γύρω στο γυμνάσιο, όταν κατάλαβα πως αν θέλει μπορεί να είναι ένα πλήρως ανεξάρτητο νησί από την ελληνική επικράτεια. Με τα λιμάνια του,τα αεροδρόμια του,τέσσερα ή πέντε,υπερβολικά για ένα μόνο νησί. Παραγωγή,ιστορία, μύθοι υπερφυσικού περιεχομένου έπλεκαν ένα πέπλο που την σκέπαζε, καλώντας με να αποκαλύψω κάποια στιγμή στην ζωή μου αυτά τα μυστικά.

Σήμερα ξημέρωσε αυτή η μέρα λοιπόν. Με το που είδα τα βουνά να ξεχωρίζουν στον ορίζοντα,ένα συναίσθημα αγαλλίασης και πληρότητας γέμισαν τα σπλάχνα μου.

"-Έφτασες Αποκληρε. Μετά από τόσα χρόνια, είσαι επιτέλους εδώ."

Θέλημα της τύχης ή των συγκυριών,είθε να βρίσκεται στην Κρήτη,στην γενέτειρά της,μια παρουσία που πάντα συνόδευε την δική μου από τότε που ήμουν ελεύθερος από τα δεσμά της φυλακής μου για πρώτη φορά. Ένα ξωτικό ίσως,από έναν άλλο κόσμο όμοιο εκείνου του Τόλκιν. Μαζί της,μια άλλη ευχάριστη παρουσία, που πάντοτε κατά διαβολική σύμπτωση βρισκόμαστε κάθε φορά που ο Απόκληρος είναι heartbroken to smithereens.

Μήνες πέρασαν από τότε που την είδα για τελευταία φορά. Άλλαξε. Άλλαξα. Και οι δύο μας μέσα έξω. Αγκαλιαστήκαμε σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Ξημέρωσε λοιπόν η μέρα που κάποτε της είχα υποσχεθεί. Θα έρθω Κρήτη υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες και θα κάνω το νησί δικό μου.

I am a man of my word,and I always keep it. Στο αυτοκίνητο, κατευθυνόμενοι σε μια παραλία που θύμιζε εκείνες που έχω δει στα ταξίδια μου από μακριά, έβλεπα τις λαμαρίνες της γριάς να αποκολλούνται από το τοπίο πίσω μας και σιγά σιγά,άρχισα να ξεχνάω πως είμαι αξιωματικός εν ενέργεια. Άρχισα να ξεχνάω τις κακουχίες του ταλαιπωρου σκαριού. Ήμασταν η παρέα μας,σαν να μην έφυγα ποτέ από την Θεσσαλονίκη. Η παρέα μας,που μια αυγουστιάτικη Δευτέρα πήγε στην θάλασσα. Με πλάκες,sassiness overload από όλους μας και όρεξη για την μέρα που ξεδιπλώνεται μπροστά μας,μαζί με την άσφαλτο.

Θάλασσα,καφές που έγινε σύντομα μπίρα,τα νέα μας και γέλιο. Σαν να μην περασε μια μερα. Στιγμές που σαν διψασμένος ταξιδιώτης της ερήμου,καταπινα αχόρταγα.
Σε όλα μου,εκτός από ένα,τα ταξίδια πάντα βρισκόταν ένα δικό μου άτομο να με περιμένει σε κάποιο λιμάνι. Στην Σαντορίνη, ένας θείος μου. Στην Θεσσαλονίκη, ένα ανάξιο και άδειο άτομο πλέον,μα τότε σήμαινε τον κόσμο για εμένα. Τώρα,στο τελευταίο μου μπάρκο, εκείνες.
Είναι παρήγορο ξέρετε,να βρίσκεται ένα οικείο πρόσωπο στην άλλη άκρη της Ελλάδας έστω για μια μέρα να το έχετε μαζί σας όταν η απομόνωση και η αλμύρα είναι τα μόνα που μας έχουν απομείνει...

Ώρα με την ώρα, σοκάκι μετά το σοκάκι,ξέχασα πως είμαι μπαρκαρισμένος τελείως. Ήμουν σε ένα κλίμα διακοπών,που μου εμφανίστηκε από το πουθενά. Παλαιπωλεία,μικρά μαγαζάκια και καφέ που τάισαν την υπερκαταναλωτική και καπιταλιστική πόρνη μέσα μου στο έπακρο ήταν τα μόνα που έβλεπα.

Γύρω στις εφτά,χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ο πλοίαρχος ήθελε να με ενημερώσει πως έχουμε απόπλου στις δέκα εν τέλει και η διανυκτέρευση ακυρώνεται. Προσγειώθηκα με τα μούτρα στην πραγματικότητα ξανα. Έπρεπε σε μια ώρα να γυρίσω στην γριά μαζί με καφέ για το ατελείωτο ταξίδι προς Σαντορίνη ξανά, που ειλικρινά, αρχίζω να το μισώ σαν νησί με τα τοσα προβλήματα που μας έχουν συμβεί εκεί.

Ένα αντίο,μια αγκαλιά και μια υπόσχεση στο εις επανιδείν ήταν αρκετά πριν περάσω ξανά την πύλη του λιμανιού. Η ίδια παράνοια. Το αφεντικό να θέλει να αλλάξουμε τις φορτωμένες ποσότητες στο πλοίο,τα φορτηγά απέξω να φωνάζουν επίσης, ο καπετάνιος να τρέχει παντού και εγώ,caught in the crossfire.

Δεν μου έλλειψε στο ελάχιστο όλο αυτό. Το μικρό μου διάλειμμα ήταν τόσο αναζωογονιητικό,τόσο refreshing που έστω για μια μερα,δεν με ένοιαζε το τι συμβαίνει στο μπουρδελο. Έστω για μια μέρα,έσπασα την αλυσίδα της μιζέριας που κρατάει από την μέρα που ήρθα.

Εικοσιδύο και σήμερα...Αύριο ειναι άλλη μια μέρα.

Ε.Where stories live. Discover now