XVII - Καθρεφτόσκονη.

21 2 0
                                    

Ακόμα σκέφτομαι τι ακριβώς θέλω να γράψω εδώ. Μάλλον ξέρω,αλλά είναι τόσα πολλά αυτα που για ακόμη μια φορά σφυροκοπούν το μυαλό μου. Συνήθως όταν ξεκινάω,έχω ένα προσχέδιο του τι και πως θέλω να βγάλω από μέσα μου ότι νιώθω. Όχι τώρα όμως. Είναι από εκείνες τις φορές που ξεμένεις από λόγια. Από τις στιγμές που καταλαβαίνεις πράγματα για εσένα που μέρα με την μέρα μεγάλωναν σαν καρκίνος μέσα σου, μα εσύ νόμιζες πως πάντα είναι εκεί. Ένα στίγμα στο δέρμα,ένα άγχος όταν ξαπλώνεις ανάσκελα. Η ανασφάλεια που σε συνοδεύει σαν μακάβριος παρατηρητής,σιωπηλός,σε κάθε βήμα που κάνεις.

To hell with it. Ας είναι.

Νωρίτερα μίλησα για μια επιφοίτηση,ρίχνοντας φως σε πράγματα που ήξερα,μα τείνουν να με τρώνε και αυτά ζωντανό. Δεν ήξερα τον ρυθμό όμως που με ξεκοκκαλίζουν από ότι είμαι.

Αν με ρωτήσεις τι είμαι τώρα,πραγματικά,θα σου πω "ένας σπασμένος άνθρωπος". Θα γελάσεις με τον μελοδραματικό τόνο μου,που θυμίζει και αυτό κάποιο παλιό, γρατσουνισμένο φιλμ με κλισέ ατάκες ενός απόμακρου noir πρωταγωνιστή,φορώντας την φεντόρα του και γυαλιά ηλίου στο πισσοσκόταδο.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί. Είναι τόσα πολλά που μπορώ να γράφω με τις μέρες,μα αρκέσου στο ότι δεν έμαθα ποτέ,πως να αντιμετωπίζω αρκετά πράγματα με υγιείς μηχανισμούς. Δεν έμαθα ποτέ να συγχωρώ τον Απόκληρο.

Ο καλύτερος μας φίλος και ο χειρότερος μας εαυτός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Για χρόνια ήμουν στα μαχαίρια μαζί του.
Πολλές φορές ήταν το μόνο που έμενε. Για φαντάσου. Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο εσυ με τον μισητό σου αντίπαλο. Εσείς και στο τραπέζι ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα και φθηνό αλκοόλ,ικανό να στείλει πάσης φύσεως παχύδερμο αδιάβαστο. Τι θα έκανες;

Μπορείς πάντα να τον σκοτώσεις, αργά και σαδιστικά με τα εργαλεία θανάτου που κοίτωνται στο τραπέζι. Μπορείς να του τα προσφέρεις σαν απόλαυση,μπορεί,μπορεί,μπορεί...
Άπειρες φορές προσπάθησα να πιστέψω σε εκείνον τον μαυροφορεμένο τύπο,μα οι φόβοι που φυτεύτηκαν μέσα μου για εκείνον από τρίτους,ηταν αρκετοί να με αποθαρρύνουν.
Αυτοί οι φόβοι,κομματια σπασμένου καθρέφτη στοιβαγμένα άτσαλα σε μια χάρτινη σακούλα ήταν δώρα πολλών. Η κάθε ραγισμένη επιφάνεια,κάθε θραύσμα έδειχνε κάποτε εμένα. Τώρα,οι ρωγμές έκρυβαν το πρόσωπό μου όταν τα κοιτούσα. Κάθε φορά που θα ήθελα να τους ξεφορτωθώ,η σακούλα σκιζόταν και τα χέρια μου γέμιζαν αίματα.

Δεν έμαθα να αγαπώ τον Απόκληρο από μικρή ηλικία. Έμαθα πως πάντα,άλλοι έχουν δίκιο και πως ότι και να έκανα εγώ,δεν θα ήταν ποτέ αρκετό για να δικαιούμαι και εγώ αυτό το θείο στα τότε μάτια μου,προνόμιο. Να έχω λόγο,γνώμη και όλα αυτά που άλλοι φιγουράρουν μπροστά μου.
Δείχνοντας μου πάντα επικριτικά που είναι η θέση μου,μιας η φωνή μου δεν εφτανε σε κανενός τα αυτιά,γυρνούσα στο από τότε κιόλας κελί μου με το κεφάλι να ακουμπάει οριακά στο στέρνο μου. Μόνος,σε ένα σπίτι που καμιά φορά έμοιαζε κοκτέιλ συναισθημάτων. Σε στιγμές,η αγάπη γινόταν οργή. Η ασφάλεια,τρόμος. Κάθε όνειρο που μπορεί να είχα μέσα μου,σαπιζε και μεταμορφονώταν σε ειδεχθείς εφιάλτες που θα με στοίχιωναν για χρόνια. Στον κύκλο μου,ακριβώς το ίδιο. Μια φαρσοκωμωδία που θα κρατούσε για χρόνια.

Ε.Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang