Στο ελαφρά μεθυσμένο μου κεφάλι,όπου το κρασί και η μπίρα φρόντισαν να μου το κάνουν bells of Notre damme και ο κάθε ήχος φαντάζει να έχει απίστευτη ηχώ,όπου τα κύματα τους πηγαινοερχονται από τοίχο σε τοίχο,βρίσκομαι χαμένος.
Δεν χρειάζεται λόγος για να πιει κανείς λίγο παραπάνω μια απλή καθημερινή μέρα. Το ένα φέρνει τ'άλλο και γινόμαστε μια,συνήθως, παράξενη συμφωνία ορχήστρας όπου,όλως παραδόξως, όλα βγάζουν νόημα και τίποτα δεν έχει νόημα. Σκέψεις να τρέχουν,που δεν μπορούν να περιγράφτουν με λόγια που τουλάχιστον γνωρίζω εγώ. Σκυλιά τα οποία τρέχουν να κατασπαράξουν τον λόγο, την αιτία, μα σε ένα μάταιο παιχνίδι γυρίζουν σαν τον ουροβόρο εν τέλει, στην ουρά τους. Ποτέ δεν φτάνουν στον προορισμό τους και μας αφήνουν στο χείλος του γκρεμού να κρεμόμαστε με την ερώτηση "Τι ηθελαν;".
Να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας,δεν έχω ιδέα γιατί χτυπάω τυχαία σημεία που κάποιος όρισε στην κρύα οθόνη του κινητού μου ως πληκτρολόγιο και σας γράφω. Ίσως μια ανάγκη να μιλήσω. Ίσως μια ανάγκη να ξεπρεσσάρω. Από τι ομως;
Έλα ντε,κάθομαι και αναρωτιέμαι στην βιντάζ-βινύλ και ξύλινη,μαυροκόκκινη καρέκλα μου πίσω από ένα εξίσου μαύρο γραφείο,χαϊδεύοντας και στρίβοντας το μακρύ τραγόμουσό μου. Φαινομενικά,είμαι καλά. Και είμαι,ας μην ψεύδομαι. Τουλάχιστον, ως ένα βαθμό. Οι μέρες μου σε αυτή την μικρή κουκίδα στον χάρτη είναι μετρημένες. (ή μάλλον,τουλάχιστον,έτσι νιώθω. Η ανασφάλεια πάντα με συνοδεύει. Να με ποτίσει με το πρόστυχό της δηλητήριο.)Είμαι μακριά από την σήψη των τεσσάρων τοίχων της φυλακής μου,την καπνίλα και υγρασία τους,έχω έτοιμους στοίχους για ένα από τα τέσσερα κομμάτια που θέλω να ηχογραφήσω σύντομα,ένα γεμάτο καπνό και αρκετά λεφτά για νια πιο λίγο παραπάνω το παρασκευοσαββατόβραδό μου.
Όμως δεν είναι αρκετά. Θα πουλούσα την ψυχή μου στον διάβολο για να είμαι μακριά από εδώ. Να είμαι εκεί που πραγματικά θέλω να είμαι. Εκεί που πραγματικά ανήκω. Εκεί που αυτή η παράδοξη συμφωνία που ανέφερα νωρίτερα ως δια μαγείας βγάζει νόημα. Φαντάζει η πιο αρμονικά δεμένη μελωδία, μα όχι η αγαπημένη μου.
Η αγαπημένη μου είναι μια μελωδία μιας συγχορδίας που μοναχά ένα άτομο σε αυτό τον καταραμένο,γκρίζο,ανιαρό κόσμο ξέρει να παίζει,χωρίς καν να παίζει μουσική. Με τα λεπτά και μακρυά δάχτυλα του,ξέρει να χτυπάει τα πλήκτρα ενός αιθέριου αρψίχορδου με τρόπο μαγικό και οι νότες τους δραπετεύουν από το πεντάγραμμο,σχηματίζοντας συστοιχίες από τα όγδοα και δέκατα έκτα,σε ένα ονειρικό,ουράνιο αντάτζιο,καθώς ο ήλιος δύει. Θα πέθαινα ξανά και ξανά για να τ'ακούσω τώρα δίπλα μου. Να χαθώ στην μαγεία του πορταμέντο του,στα σύννεφα του. Στο αχανές μα ταυτόχρονα σύντομο κενό ανάμεσα από τα πατήματα και την είσοδο των επόμενων νοτών. Στις ηλιαχτίδες ελάσσονων και πηγαίων ραπισμάτων των χορδών και να με καταπιεί ολόκληρο...
Μου λείπεις.
Κάθομαι και σκέφτομαι, κάτω από το λευκό φως που αρρωστημένα η ιαπωνική αυτή λάμπα φωτίζει το δωμάτιόν μου,πόσες μέρες άραγε να με αντέξει ακόμα. Πόσες μέρες θα με κρατάει εδώ μέσα μέχρι να φύγω ξανά...Μέχρι και αυτό το δώμα να ποτίσει αρκετά από εμένα, την σάπια μου αύρα και να μολυνθεί από τα αρώματα της αποσύνθεσής μου.
Ξέρω πως τίποτα από σχεδόν τα παραπάνω δεν βγάζουν νόημα,παρόλα αυτά,ακάθεκτος τα λέω. Σαν τα σκυλιά που ανέφερα νωρίτερα,τα βλέπω και μετά από λίγο χάνονται. Οι σκέψεις,οι ανησυχίες.
ESTÁS LEYENDO
Ε.
No FicciónΊσως μια μελαγχολική ματιά,ίσως μια υπερδραματοποιημένη προσέγγιση και μια δόση υπερβολής στα μάτια κάποιων,μα αυτά είναι που κάνουν μιά άποψη ενδιαφέρουσα. Αυτο λοιπόν ειναι το journal μου στο ταξίδι της καθημερινής παράνοιας που ζω τα τελευταία χ...