11.

1.1K 130 74
                                    

Αριάδνη

Μπαίνει μέσα ο Πάρης την ώρα που σκουπίζω το πρόσωπό μου.

- Τι θες εσύ εδώ; Τον ρωτάω.

Έρχεται πολύ κοντά μου.

- Τι σου έκανε; Με ρωτάει απότομα.

- Ποιος; Τον ρωτάω ανήξερη.

- Ο γκόμενος σου. Τι σου έκανε και είσαι έτσι; Με ρωτάει νευριασμένος.

- Ε; Τίποτα, λέω.

- Πες μου Αριάδνη.

Έχει έρθει πολύ κοντά μου. Βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής.

- Γιατί τώρα τι θέλεις να μάθεις;

- Για να σου αποδείξω πως είχα δίκιο, μου λέει.

Νιώθω τα μάτια μου να υγραίνονται ξανά.

- Μην το κάνεις αυτό γαμώτο, κοπανάει ελαφρά το χέρι του στο τοίχο και φεύγει.

Τι έγινε μόλις τώρα; 
Δεν ξέρω τι συνέβη με εμένα και τον Πάρη.
Δεν ξέρω γιατί με πιάνει αυτό το πράγμα μπροστά του. Και κυρίως...

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΧΩ ΠΆΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥ.

Τελευταία ώρα. Πάλι δεν είμαι συγκεντρωμένη.

Με ξανά σκουντάει ο Πάρης.
Τον κοιτάζω.

- Θα μου πεις;
Με ρωτάει.

- Τι θέλεις να μάθεις; Τώρα έχουμε μάθημα, του λέω.

- Ναι βλέπω πόσο συγκεντρωμένη είσαι, ειρωνεύεται.

- Παράτα με ρε Πάρη, του λέω.

- Καλά οκευ. Τα παρατάω. Όλα.

Πάρης

- Παράτα με ρε Πάρη, μου λέει.

- Καλά οκευ. Τα παρατάω. Όλα.

Δεν είχα άλλη απάντηση.
Ρε γαμώ το κέρατο μου τι μαλάκας που είμαι και εγώ. Αλλά όντως δεν ξανά ασχολούμαι.
Όσες φορές κι αν το έχω πει. Τι το παίζω προστατευτικός; Αρπάζω την τσάντα μου ξαφνικά μες στη μέση του μαθήματος και προχωράω προς την έξοδο.

- Για που το έβαλες Πάρη;
Ρωτάει ο καθηγητής.

- Έχω μια δουλειά, λέω και φεύγω κοπανώντας την πόρτα πίσω μου.  

Πραγματικά είχα νευριάσει πολύ.

Αριάδνη

- Μα τι συμπεριφορά είναι αυτή τώρα;
Λέει ο καθηγητής.

Μα καλά πως έφυγε ο Πάρης έτσι ξαφνικά;

Ασυναίσθητα μαζεύω τα πράγματά μου και αρπάζω και εγώ την τσάντα μου, καθώς σηκώνομαι.

- Που πας και εσύ Αριάδνη; Ρωτάει ο καθηγητής σοκαρισμένος με τις συμπεριφορές μας.

Πηγαίνω όσο πιο γρήγορα μπορώ προς την έξοδο.

- Έχω μια δουλειά, λέω και φεύγω από την αίθουσα.

Τρέχω να τον βρω αλλά έχει εξαφανιστεί. Βγαίνω έξω στο προαύλιο, πουθενά. Έτσι αποφασίζω να πάω στις τουαλέτες μην τυχόν και είναι. Καθώς προχωράω νιώθω ένα χέρι να με αρπάζει.

- Για που το' βαλες; Με ρωτάει ο Πάρης ενώ με έχει φέρει κοντά του.

Αρχίζω να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Από την μια χέστηκα πάνω μου από την άλλη κάτι κάνει και με αγχώνει αυτό το παιδί.

Τον κοιτάζω και δεν μπορώ να πω κάτι εκείνη την στιγμή.

- Εμένα έψαχνες;  Ρωτάει.

- Πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου; Του λέω.

- Δεν έχω δίκιο; Πάλι; Με ρωτάει ειρωνικά.

- Πάλι; Ρωτάω παραξενεμένη.

- Πρώτον κάτι σου έκανε ο μαλάκας και μάλλον είχα δίκιο. Δεύτερον εμένα δεν έψαχνες; Αν ναι πάλι έχω δίκιο. Παραδέξου τα γαμώτο μου. Όλα!

- Σκάσε πια!

- Τι είπες; Με κοιτάζει μέσα στα μάτια έντονα.

- Ναι οκευ έχεις δίκιο. Και στα δύο..., λέω και κατεβάζω το κεφάλι μου.

- Τι με ήθελες; Γιατί έφυγες από το μάθημα για να έρθεις να με βρεις;

- Γιατί...γιατί...

Δεν είχα κάποιο λόγο να του πω.

- Γιατί; Ξανά ρωτάει.

- Γιατί δεν ξέρω τι φάση περνάς και μου επιτίθεσαι έτσι; Τι σου έχω κάνει;;

Με κοιτάζει χωρίς να πει κάτι.

- Λέγε γαμώτο μου! Τι ζόρι τραβάς μαζί μου; 

- Θέλεις να μάθεις τι ζόρι τραβάω μαζί σου;

- Ναι θέλω!

Κυριαρχεί η ένταση και από τους δύο μας.

- Γαμώτο σου Αριάδνη.

Με έπιασε από το πρόσωπο και με φίλησε με τόσο πάθος που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Με φιλούσε. Και εγώ δεν το σταμάτησα. Με φιλούσε και εγώ ανταποκρίθηκα.  Είχε ενώσει τα σώματά μας σαν ένα. Με φιλούσε σαν να ήταν η τελευταία φορά. Σαν να μην υπήρχε αύριο.

Σταμάτησε και με κοίταξε. Προσπαθούσαμε να βρούμε τις ανάσες μας.

- Πρέπει να φύγω, μου είπε απότομα και εξαφανίστηκε πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε.

Συνεχίζεται...

Διαφορετικά ΠλασμένοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant