9.β.

491 65 44
                                    

Αριάδνη

Πήγαμε σπίτι, έφαγε η μικρή και την βάλαμε για ύπνο με τον Πάρη. Ύστερα πήγαμε στο κρεβάτι μας. Πήγα να αλλάξω ρούχα αλλά η φωνή του Πάρη με σταμάτησε.

- Τι δουλειά είχε αυτός εκεί;

- Πάρη...

Με διακόπτει.

- Και κυρίως τι δουλειά είχες εσύ μαζί του.

- Πάρη απλά πήγα την μικρή στην παιδική και μετά από λίγο εμφανίστηκε ο Μάριος. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου.

- Και είπες να του πιάσεις την κουβέντα, λέει.

- Όχι Πάρη, λέω.

- Τότε; Πώς τον άφησες να αγγίξει την κόρη μας;
Με ρωτάει και σηκώνεται από το κρεβάτι κοιτάζοντάς με.

- Πάρη δεν έκανε κακό. Μια αγκαλιά την πήρε, λέω.

- Μη σε ξανά δω να του μιλάς.

- Να σου πω ηρέμησε λίγο, του λέω.

- Αριάδνη με βγάζεις από τα ρούχα μου.

- Κι εσύ το ίδιο. Γίνεσαι υστερικός, του λέω.

Η ένταση ανάμεσα μας κυριαρχεί όπως πάντα και έχει αυξηθεί κατά πολύ.

- Τι είπες;

- Γίνεσαι υστερικός και παρανοϊκός. Το έχεις τερματίσει. Η μαλακία σου έχει φτάσει σε άλλο επίπεδο.

Με κοιτάζει αποστομωμένος.

- Δεν πας καλά Αριάδνη, λέει.

- Εσύ δεν πας καλά Πάρη. Με έχεις πρήξει με τις ζήλειες σου, του λέω.

- Δεν είναι ζήλεια αυτό Αριάδνη, λέει.

- Σωστά είναι μαλακία στον εγκέφαλο, του λέω.

- Σκάσε θέλω να είμαι προστατευτικός τόσο για εσένα όσο και για το παιδί μας.

- Το έχεις παραχέσει όμως το θέμα!

- Αριάδνη...

- Είσαι μαλάκας!

- Και εσύ ηλίθια!

- Χωρίζουμε! Δεν αντέχω άλλο, του λέω.

- Τι; Γιατί; Για να πας σε αυτόν;

Του δίνω ένα δυνατό χαστούκι που γυρνάει το κεφάλι του στα πλάγια.

- Αριάδνη κόφτο!
Μου λέει άγρια και μου εγκλωβίζει τα χέρια πιάνοντάς τα με δύναμη.

- Φύγε, του λέω.

- Σε θέλω, μου λέει.

- Φίλα με, του λέω.

Διαφορετικά ΠλασμένοιWhere stories live. Discover now