10.β.

526 57 45
                                    

4 ημέρες αργότερα

Αριάδνη

Τελικά ισχύει. Ο Πάρης και εγώ ηρεμήσαμε και δεν είχαμε τόσο έντονους τσακωμούς.
Να σας πω την αλήθεια πάντα είχαμε κάτι μικρό - τσακωμούς αλλά μέχρι εκεί.
Πάντα μετά αγκαλιαζόμασταν ή με άρπαζε ο Πάρης και με φιλούσε για να ηρεμήσουμε. Πάντα ηρεμούσα με το φιλί του. Και εκείνος. Σαν να τα αφήναμε όλα πίσω ξαφνικά. Μου αρέσει όμως. Πολύ.

Είμαι στο σαλόνι με την μικρή. Έχει υπερένταση.

Εχθές έφυγε ο Πάρης. Θα γυρίσει αύριο. Πήγε στην Αθήνα πάλι γιατί τώρα έχουν αγώνες. Οπότε θα χρειαστεί να μείνει εκεί δύο ημέρες.

Θα βρούμε την ησυχία μας.

Πλάκα κάνω.

Ακούω το κουδούνι και πηγαίνω και ανοίγω. Είναι η θεία.

- Καλώς την θεία, λέω και την φιλάω.

- Αριάδνη μου τι κάνεις;

- Καλά θεία πέρασε, της λέω.

- Μυρτούλα μου δες ποια ήρθεεε.

- Τείαααα Μυλτωωώ, λέει η μικρή μου.

- Χαχαχ αγάπη μουυ, της λέει και η Μυρτούλα τρέχει και την αγκαλιάζει.

- Καλέ πως μεγάλωσε έτσι;

- Θεία μου τι λες; Πότε πρόλαβε;

- Έχει μεγαλώσει. Απλά εσύ που την βλέπεις καθημερινά δεν το καταλαβαίνεις, μου λέει.

- Σε αυτό μπορεί να έχεις ένα δίκιο.

- Πάντα. Λοιπόν έχω φέρει κάποια μπισκοτάκια που έφτιαξα. Για την μικρή μας νεράιδα, λέει και ακουμπάει το μπολ στην τραπεζαρία.

- Να αυτά μου κάνεις και μετά δεν τρώει το φαγητό της, την μαλώνω.

- Έλα βρε αγάπη μου. Είναι σπιτικά. Άρα καλύτερα, μου λέει.

- Σωστό κι αυτό, λέω.

Έρχεται η Μυρτούλα προς το μέρος μας.

- Πάμε κούνιεθ;

- Χαχαχ είδες; Εσύ την κακομαθαίνεις, λέω στην θεία.

- Ααα όχι κι έτσι. Απλά της έχω λείψει και θέλει να πάμε βόλτα.

- Χαχαχ δικαιολογίες.

- Εννοείται αγάπη μου θα πάμε. Πάμε Αριάδνη;

- Θεία μου πηγαίνετε οι δύο σας καλύτερα. Εγώ έχω να κάνω κάτι δουλίτσες και δεν έχω και πολύ όρεξη.

- Καλά κορίτσι μου όπως θέλεις.

Σκύβω στην Μυρτούλα.

- Θα είσαι καλό κορίτσι έτσι;

- Ναι μαμά.

- Πάντα είναι καλό κορίτσι, μου λέει η θεία και χαμογελάει.

- Ωραία. Θα σας δώσω και την τσαντούλα της μήπως χρειαστεί κάτι. Έχει και το νερό στα πλάγια, λέω και δείχνω στην θεία.

- Τέλεια. Θα στην φέρω πιο μετά, λέει και φεύγουν.

Ααα πολύ βιάζονταν όμως.

Αχ μόνη. Λίγο ησυχία...

Δεν προλαβαίνω να χαρώ την ησυχία μου έστω μισή ώρα και ακούω το κουδούνι.
Καλά τόσο γρήγορα ήρθαν; Αποκλείεται. Ποιος να' ναι;

Ανοίγω και βλέπω τον Μάριο μπροστά μου.

- Μάριε;;

- Αριάδνη; Πώς είσαι;

- Εε μια χαρά...

- Μπορώ να περάσω;

- Εε ναι με συγχωρείς, του λέω και ανοίγω τον χώρο να μπει μέσα.

- Ευχαριστώ, μου λέει χαμογελώντας.

- Πώς κι από εδώ; Έγινε κάτι;

- Εε όχι απλά περνούσα από την παιδική χαρά πριν και είδα την μικρή με την θεία σου. Σκέφτηκα ότι θα είσαι μόνη καθώς εχθές έφυγε ο Πάρης για Αθήνα.

- Που το ξέρεις ότι έφυγε ο Πάρης;

- Εε αν θυμάσαι εσύ μου το είχες πει τις προάλλες που ξανά συναντηθήκαμε τυχαία, μου λέει.

- Ααα σωστααά ναι.

Αυτό δεν το έμαθε ποτέ ο Πάρης.

- Κάθισε, του λέω και καθόμαστε στην κουζίνα.

- Λοιπόν; Ήρθες για να μου κάνεις παρέα;

- Ναι ακριβώς αυτό.

- Χαχαχ μην αγχώνεσαι δεν παθαίνω τίποτα μόνη μου, του λέω.

- Αν σε πειράζει μπορώ να φύγω, μου λέει.

- Όχι όχι ντάξει κάθισε, του λέω.

- Θα ήθελες καφέ μήπως;;

- Αν δεν σου κάνει κόπο.

- Τι κόπος καλέ, σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα και του φτιάχνω. Τον έχω πλάτη.

- Η μικρή θα αργήσει;

- Ναι γιατί;

- Ήθελα να την δω λίγο...

- Χαχαχ άλλη φορά...

Καθώς του φτιάχνω τον καφέ τον νιώθω να με πλησιάζει.
Ξαφνικά νιώθω τα χέρια του να χαϊδεύουν το σώμα μου αισθησιακά.

Συνεχίζεται...

★Η ψήφος σας θα με βοηθούσε αρκετά. Ευχαριστώ πολύ★

Διαφορετικά ΠλασμένοιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora