ΜΕΡΑ 02

3.6K 315 29
                                    

Η φωτιά δυναμώνει και το προσωπικό ψάχνει για τον πυροσβεστήρα. Ο καπνός είναι τόσο δυνατός και αναγκαστικά πέφτουμε στο πάτωμα για να μην τον αναπνέουμε. "Τι θα κάνουμε;" φωνάζω στον Ηλία, καθώς βλέπουμε την φωτιά να πλησιάζει και όλοι βήχουμε.

Ο Νίκος αποφασίζει να τρέξει στην είσοδο και να προσπαθήσει να σπάσει τα κάγκελα της πόρτας. Προσπαθούμε να τον σταματήσουμε αλλά δεν μας ακούει, παίρνει φόρα και τρέχει μέσα από τις φλόγες και πέφτει με φόρα πάνω στην πόρτα. Είναι πολύ δυνατή και δεν σπάει και τα ρούχα του έχουν πάρει φωτιά. Εκείνος αμέσως τα βγάζει και βάζει την μπλούζα του στο πρόσωπο για να μην εισπνέει τον καπνό.

Πέφτει με όλο του το σώμα στην πόρτα αλλά τίποτα, τα κάγκελα είναι πολύ καλά τοποθετημένα απ' έξω. "Νίκο!!!" ουρλιάζω από τρόμο, βλέποντάς τον ανάμεσα στις τεράστιες διαβολικές φλόγες. Η πυροσβεστική φτάνει και αμέσως προσπαθούν να σπάσουν τα κάγκελα ενώ όλο το Ηράκλειο μαζεύτηκε απ' έξω.

Η Μαρία με κοιτάει, τρομοκρατημένη βγάζοντας συνέχεια. "Δεν θα πεθάνουμε, όχι. Δεν θα είναι αυτό το τέλος μας!" της λέω και μου φωνάζει "Το ελπίζω! Δε νίκησα τζάμπα την λευχαιμία για να γίνω φλαμπέ! Αχ θεέ μου και μόλις την πήρα την περούκα...Μαρτίνα, ότι και να γίνει μην την αφήσεις να καεί!"

Η φωτιά έχει έρθει πολύ κοντά και οι άλλοι θαμώνες αρχίζουν να ουρλιάζουν όταν τυλίγονται στις φλόγες και πέφτουν στο πάτωμα προσπαθώντας να την σβήσουν. Μια κυρία δίπλα μας έχει χάσει τις αισθήσεις της.

Εγώ αρνούμαι να κάθομαι εκεί, περιμένοντας το αναπόφευκτο και δεν μπορώ να αφήσω τον Νίκο να μάχεται μόνος του. Του χρωστάω ακόμα την ζωή μου άλλωστε όταν με έσωσε από την απαγωγή μου από την Κίρκη. Έτσι λοιπόν, παρά τον Ηλία που με τραβούσε πίσω, εγώ τρέχω πίσω στην κουζίνα όπου βλέπω μια ακόμα πιο μεγάλη φωτιά να καλύπτει την πίσω πόρτα. Οι σεφ και οι σερβιτόροι που έχουν κουρνιάσει σε μια γωνιά μου φωνάζουν να φύγω από κει.

Εγώ όμως δεν τους ακούω, κλείνω την μύτη και το στόμα μου με το χέρι μου και τρέχω ανάμεσα στις φλόγες και καταλήγω δίπλα στην πίσω πόρτα. Το 'ξερα ότι δίπλα στις εξόδους κινδύνου υπάρχουν πάντοτε πυροσβεστήρες. Έτσι λοιπόν, τον αρπάζω παρόλο που ένιωθα φλόγες στα ρούχα μου να μου τσιμπάνε το δέρμα σαν καρφιά.

Προσπαθώ να τον ανοίξω αλλά μου γλιστράει από τα χέρια και καταλάθως πέφτει πάνω στο πόδι ενός σερβιτόρου. "Χίλια συγνώμη!" Φωνάζω και τον ξαναρπάζω δυνατά και καταφέρνω με δυσκολία και τον ενεργοποιώ και κρατώντας τον σταθερά αρχίζω να σβήνω την φωτιά στην κουζίνα, αφού πρώτα γέμισα τους πάντες με αφρούς. Αφού καταφέρνω να σβήσω το μεγαλύτερο μέρος της φωτιάς, έχοντας γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και βγάζοντας σαν λιμενεργάτης σε παράνομη λέσχη τζόγου. Εντέλει ρίχνω τον πυροσβεστήρα στο μεγάλο τζάμι της πόρτας και γίνεται κομμάτια. Ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω στον κόσμο να φύγει όσο πιο προσεκτικά γίνεται.

Προσωπικός Γυμναστής Where stories live. Discover now