ΜΕΡΑ 83

9.7K 713 79
                                    

Σήμερα πήγα για μπάνιο στη θάλασσα με τους γονείς μου και τον Στέλιο που επιτέλους βγήκε απ' την κλινική. Κλασικά πήγαμε σε μια ερημική παραλία, για χάρη μου, όπου άντε να δεις γέρους και οικογένειες. Μπήκα στο νερό και βούτηξα μέσα, ένιωσα όλο μου το σώμα να ανατριχιάζει. Ήταν τόσο δροσερό και ένιωσα αμέσως αναζωογονημένη.

Άρχισα να επιπλέω στην επιφάνεια ανάσκελα και κλείνω τα μάτια. Όλα είναι τόσο ήσυχα όταν είσαι μέσα στο νερό. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά ένιωσα μια πίεση και κάποιος με σήκωσε στον αέρα και με πέταξε στον νερό. Ακούω τον Στέλιο να γελάει. «Πας καλά;» του φωνάζω και ξεσπάμε σε γέλια.

Αρχίζαμε και ρίχναμε νερό ο ένας στον άλλον σαν να μην πέρασε ούτε ένας χρόνος από όταν ήμασταν μικρά. Ακολούθησαν οι γονείς μας που απλά μιλούσανε και βουτούσανε κλασικά. Ένιωσα πάλι σαν μια ενωμένη οικογένεια, και δεν θα μπορούσα να ήμουν πιο ευτυχισμένη. «Πάμε για μια φορά σε κάποια γεμάτη παραλία;» ρωτάει τους γονείς μας ο Στέλιος.

«Ξέρεις πολύ καλά ότι δε νιώθει άνετα η αδερφή σου, Στέλιο. Άλλωστε είσαι πλέον αρκετά μεγάλος να πηγαίνεις μόνος» λέει η μαμά και ξαφνιάστηκα που το άκουσα αυτό απ' τα χείλη της. Εκείνη ήταν που δεν ήθελε να φύγει απ' το σπίτι ο Στέλιος όταν έγινε 18 και καλά για να τον προσέχει. Ίσως φταίω κι εγώ που δήλωσα να περάσω Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο και μάλλον θέλει να μείνει με τον μπαμπά μόνο πλέον.

«Θα μείνεις, μπαμπά;» τον ρωτάω κι αυτός με κοιτάει ενοχικά. «Όχι, Μαρτίνα μου, θα πρέπει να επιστρέψω σε δύο εβδομάδες» μου λέει κι αμέσως κατσουφιάζω. «Και πότε θα ξανάρθεις;» τον ρωτάω, αλλά δεν ξέρει.

Αφού λοιπόν κολυμπάω με τον Στέλιο για κανένα 20λεπτο, βγαίνουμε έξω, κι αυτός αμέσως ξαπλώνει στην ψάθα να λιαστεί ενώ εγώ σκουπίζομαι και τυλίγομαι με την πετσέτα. «Αγάπη μου, κάτσε λίγο να σε δει ο ήλιος» λέει η μαμά καθώς έκανε ηλιοθεραπεία, διαβάζοντας ένα περιοδικό. Φυσικά, αυτή έχει υπέροχο σώμα όπως κι ο μπαμπάς και ο Στέλιος. Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβουν πώς νιώθω στ' αλήθεια.

Κάθομαι στη σκιά και αγναντεύω την παραλία. Σκέφτομαι τον Αντώνη, η εικόνα του όταν ήμασταν στο κολυμβητήριο. Τον φαντάζομαι να βγαίνει από την θάλασσα, ηλιοκαμένος και βρεγμένος να έρχεται από πάνω μου και να στάζει στο καυτό δέρμα μου. Όπως και τότε στο κλαμπ που μου έδωσε το φιλί της ζωής και ξύπνησα και τον είδα από πάνω μου. Δαγκώνω το χείλος μου και το γλείφω σαν να νιώθω ακόμα τη γεύση απ' το ουίσκι Chivas 12 που είχε πιεί τότε. Ήταν τόσο δυνατή η αίσθηση που ανατριχιάζω ολόκληρη.

Προσωπικός Γυμναστής Where stories live. Discover now