ΜΕΡΑ 54

3.1K 247 5
                                    

Με ξύπνησε η μαμά το πρωί και νιώθω σαν να ήμουν σε κόμμα 1 χρόνου. Το κεφάλι μου είναι βαρύ και βουήζει και τα μάτια μου κατακόκκινα και πρησμένα. Πρέπει να κοιμήθηκα πολλές ώρες και πεινάω πολύ.

Η μαμά, ντυμένη σε μαύρο φουστάνι, με ρωτάει πώς είμαι. Δεν μιλάω, απλά την κοιτάω σαν να είμαι νεκρή. "Είδα έναν απαίσιο εφιάλτη" της λέω και τα βουρκωμένα της μάτια μου επιβεβαιώνουν ότι δεν ήταν εφιάλτης. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ο πατέρας μου στο έδαφος και μια φασαρία τριγύρω μου.

"Σου έβγαλα το μαύρο φουστάνι, γλυκιά μου, μας περιμένουν στην εκκλησία" μου λέει κι εγώ κουνάω το κεφάλι, μη θέλοντας να το πιστέψω. "Όχι, δεν είναι αλήθεια. Μου λες ψέματα, δεν...δεν πέθανε ο μπαμπάς!" της φωνάζω κι αμέσως έρχεται και με αγκαλιάζει. Μένω στην αγκαλιά της για αρκετή ώρα και πλαντάζω στο κλάμα.

Στην εκκλησία όπου ήρθαν όλοι, δεν έκλαψα καθόλου όμως. Παρόλο που το φέρετρο ήταν ανοιχτό, παρόλο που έβλεπα την φωτογραφία του μπαμπά εκεί και μου υπενθύμιζε την αλήθεια, δεν έκλαψα. Ούτε επηρεασμένη από τους τριγύρω που κλαίγανε. Ένιωσα νεκρή μέσα μου.

Κοίταζα τον ιερέα που έψελνε χωρίς όμως να προσέχω τι έλεγε. Απλά το βλέμμα μου χάθηκε εκεί και ήμουν μουδιασμένη παντού, δεν ένιωθα τα πόδια μου, τα χέρια μου, ήμουν σαν ένα σκιάχτρο, μια ψεύτικη κούκλα που απλά υπήρχε εκεί. Τα εκατοντάδες κεριά που σιγόπαιζαν τριγύρω εις μνήμην του πατέρα μου έμοιαζαν να έχουν περισσότερη ζωή από ότι έχω εγώ αυτή τη στιγμή.

Όταν τελείωσε η λειτουργία, ήρθαν διάφοροι τύποι προς το μέρος μας και μοιράστηκαν τα συλληπητήρια. Δεν μίλησα σε κανέναν, απλά έγνεφα δίχως καν να προσέξω τα πρόσωπά τους.

Μόνο όταν ήρθε η Μαρία που φορούσε ένα δαντελωτό μαύρο φορεματάκι και ένα καπέλο με βέλο, ήταν που ξύπνησα και μίλησα. "Ήρθες" της λέω. "Ναι, πήρε η μαμά σου τηλέφωνο τους γονείς μου και αμέσως επιστρέψαμε Αθήνα. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έγινε, Μαρτίνα. Λυπάμαι τόσο πολύ!" μου λέει και με αγκαλιάζει σφιχτά. Παρά το γεγονός ότι είναι μικροκαμμωμένη είναι αρκετά δυνατή η αγκαλιά της.

Γύρισα λίγο και είδα τον Στέλιο να κλαίει στην αγκαλιά του Αχιλλέα. Ήταν κι οι δυο απόλυτα συγκλονισμένοι από το γεγονός και δεν το έκρυβε καθόλου ο Στέλιος. Πάντα αγαπούσε τον μπαμπά, παρά το μυστικό που του έκρυβε τόσα χρόνια. Τώρα ειδικά όμως που ήξερε ότι ο μπαμπάς όχι απλά τον αποδέχτηκε αλλά και τον βοήθησε να έρθει κοντά με τον έρωτά του, χαλώντας έναν ολόκληρο γάμο, τον αγάπησε ακόμα πιο πολύ.

Κάπου στο πλήθος είδα και τον Αντώνη αλλά μετά τον έχασα ξανά. Άρχισαν να βγαίνουν από την εκκλησία και η μαμά με ρώτησε αν θα έρθω στο νεκροταφείο για την ταφή του μπαμπά. Εγώ κούνησα το κεφάλι και δεν είπε τίποτα παραπάνω. Δεν είμαι ψυχικά έτοιμη και δυνατή να δω τον πατέρα μου να μπαίνει στη γη.

Έτσι λοιπόν με πήρε η Μαρία και πήγαμε να περπατήσουμε στην αυλή της εκκλησίας. "Πώς είσαι;" με ρωτάει η Μαρία κι εγώ αργώ λίγο να απαντήσω στην φαινομενικά ηλίθια ερώτηση. "Θέλω κάτι γλυκό" της λέω και αμέσως βγάζει από τη τσάντα της μια μισή σοκολάτα γάλακτος με φράουλα. "Έχω και με καραμέλα" μου λέει αλλά εγώ την καταβροχθίζω προτού καν μιλήσει άλλο.

"Ευχαριστώ" της λέω, "Έχω και M&Ms, smarties και ΙΟΝ αμυγδάλου" μου λέει, κοιτώντας στην τσάντα της. Εγώ την κοιτάω, με περιέργεια. "Ξέρω τι αναρωτιέσαι, διατηρούμαι έτσι λόγω του καλού μεταβολισμού μου. Δεν πρόκειται ποτέ να αρρωστήσω, το πήρα απ' την γιαγιά μου που πολέμησε στον Τρίτο Παγκόσμιο" λέει η Μαρία κι εγώ χαμογελάω. "Δεύτερο" της λέω και με κοιτάει, μπερδεμένη. "Δεύτερο, Τρίτο, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι καλά" μου λέει.

Αφού πέρασε η ώρα και η ταφή τελείωσε και το πλήθος άρχισε να φεύγει για το καφενείο, εγώ είπα στην Μαρία ότι θέλω να κάτσω λίγο μόνη μου. Έτσι λοιπόν, την χαιρέτισα και πήγα στο άδειο νεκροταφείο μόνη μου.

Είδα τον τάφο του πατέρα μου που είχε στολιστεί με πανέμορφα λουλούδια και έκατσα δίπλα του. Δεν είπα τίποτα, απλά κοίταζα την φωτογραφία του. "Γιατί;" τον ρωτάω και λες και ήταν σκηνοθετημένο άρχισε να μπουμπουνίζει και οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν.

Τις ένιωσα να καίνε πάνω στο δέρμα μου και τότε είναι που ξέσπασα σε λιγμούς. Καθώς η βροχή δυναμώνει, άρχισα να φωνάζω δυνατά και να κλαίω χωρίς να με νοιάζει τίποτα πλέον, ελπίζοντας το νερό να πάρει τον πόνο που ένιωθα μέσα μου και να τον παρασύρει μακριά.

Το αίσθημα ότι δε μπορώ να αντιστρέψω τον θάνατό του μ' έκανε να νιώθω ακόμα χειρότερα, και τόσο μικροσκοπική και αδύναμη. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να ξεπεράσω αυτόν τον χαμό.

Μετά από λίγο άκουσα βήματα από πίσω μου και σταμάτησα να κλαίω. Γυρνάω και βλέπω τον Αντώνη, ντυμένο στα μαύρα, να με πλησιάζει. Δεν είπε τίποτα, απλά με κοίταξε με θλιμμένα μάτια κι εγώ σηκώθηκα και τον αγκαλιάσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έμεινα στους ώμους του για αρκετή ώρα και έκλαψα τόσο πολύ που πονούσε το πρόσωπό μου.

Έμεινα όλη μέρα εκεί στο τάφο, χωρίς να πω λέξη, κι ο Αντώνης δίπλα μου αποκοιμήθηκε σύντομα. Ήμασταν κι οι δυο μούσκεμα αλλά δεν μας ένοιαζε. Το ότι ήταν εκεί δίπλα μου, ένιωσα μια ασφάλεια που μόνο ο μπαμπάς μου την έδινε. Ένιωσα για λίγο καλύτερα. 

Προσωπικός Γυμναστής Donde viven las historias. Descúbrelo ahora