ΜΕΡΑ 31

4.9K 481 43
                                    

Σήμερα πήγα βολτίτσα με τον Στέφανο στην Κηφισιά, φάγαμε κινέζικο και μετά είδαμε μια ταινία. Περάσαμε πολύ ωραία, αν και στην αίθουσα μόνο την αρχή και το τέλος είδαμε καθώς δε σταματούσαμε να φιλιόμαστε. Έχω εθιστεί στα χείλη του παρόλαυτα δεν νιώθω τίποτα απολύτως γι' αυτόν. Μερικές φορές είναι απλά εκνευριστικός. Αλλά δε μπορώ να αρνηθώ ότι με διεγείρει σωματικά.

Μετά το σινεμά περπατάμε λίγο τριγύρω, καθώς ο καιρός είναι πολύ καλός και ζεστός και όλος ο κόσμος έχει βγει έξω. "Τι σκέφτεσαι;" με ρωτάει. "Τίποτα, κάτι που μου 'πε μια φίλη μου χθες" του λέω και αλλάζω συζήτηση. Φυσικά δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τον Σταμάτη που βγήκε με τον Φίλιππο; Τι στο καλό προσπαθεί να κάνει; Πρέπει να βρω ένα σχέδιο να σώσω τον Φίλιππο.

Στον δρόμο για το μπαρ που μ' αρέσει εδώ τριγύρω, βλέπω ένα γνωστό αυτοκίνητο. "Χμμ" σκέφτομαι και ο Στέφανος προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. "Είσαι καλά; Τι είδες;" με ρωτάει, μπερδεμένος κι εγώ τον παίρνω και πάμε μέσα στην καφετέρια όπου απ' έξω είναι παρκαρισμένο αυτό το λευκό οικογενειακό αυτοκίνητο. Κοιτάω τριγύρω και εντοπίζω τον θείο Κώστα -ή βιολογικό πατέρα μου- να κάθεται μόνος του σ' ένα τραπέζι. Φαίνεται προβληματισμένος, ενώ στο τραπεζάκι βρίσκονται δύο ποτήρια με καφέ.

Αμέσως κρύβομαι πίσω από έναν τοίχο μαζί με τον Στέφανο, ο οποίος συνεχώς ρωτάει τι κάνω. "Θα σου εξηγήσω μετά. Αυτός εκεί είναι ο θείος και πατέρας μου" του λέω και με κοιτάει, απόλυτα συγχυσμένος. "Θείος και πατέρας; Μα πώς;" με ρωτάει και του κάνω να σιγάσει. Απ' την τουαλέτα λοιπόν βγαίνει...η Ελπίδα και κάθεται απέναντί του. Πίνουν και συζητούν, αλλά δε μπορώ να ακούσω τι λένε. Έχω ασπρίσει, δε μπορώ να το ζω αυτό ξανά!

"Πρέπει να ακούσω τι λένε! Γαμώτο θα με δουν!" λέω στον Στέφανο και τότε έρχεται μια σερβιτόρα. "Να σας βοηθήσω;" ρωτάει και κουνάω το κεφάλι μου αλλά ο Στέφανος της λέει "Ναι, έχασα βασικά το κινητό μου, μήπως βρήκατε κάτι;". Εγώ τον κοιτάω με απορία. "Δεν βρήκαμε κάτι, θα το ήξερα. Μήπως σας έπεσε; Πού καθόσασταν; Τώρα ξεκίνησα την βάρδια μου, οπότε δεν ξέρω..." του λέει κι αυτός δείχνει το τραπέζι δίπλα στην Ελπίδα.

Αμέσως λοιπόν πηγαίνει ενώ εγώ τον τραβάω πίσω. "Τι πας να κάνεις;" τον ρωτάω, τρομαγμένη. "Άστο πάνω μου, όμορφη" μου λέει, χαμογελαστός και άνετος και πηγαίνει εκεί. Κάτι τους λέει και αρχίζει να ψάχνει όσο αυτοί συνεχίζουν να μιλάνε. Εγώ έχω πεθάνει από την αγωνία μου και περιμένω πώς και πώς. Μετά από λίγα λεπτά ο Στέφανος επιστρέφει και βγαίνουμε απ' την καφετέρια όπως όπως. "Λοιπόν;" τον ρωτάω.

Προσωπικός ΓυμναστήςWhere stories live. Discover now