ΜΕΡΑ 98

14.3K 1K 112
                                    

Σήμερα ήταν μέρα χαλάρωσης, που απλά σημαίνει ότι πρέπει να τρέξω στο τετράγωνο και να κάνω ασκήσεις στο σπίτι, αυτές που μου έδειξε ο Αντώνης. Το ξυπνητήρι χτυπάει 7 φόρες, αλλά το κρεβάτι είναι τόσο γλυκό. Κοιτάω το κινητό με μισό μάτι είναι 7.30.

Ακούω το κουδούνι. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, ξέρω ότι είναι ο Αντώνης. Δεν θα ανοίξω, σκέφτομαι. Το σώμα μου πονάει απίστευτα από χθες στο γυμναστήριο και πραγματικά θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να βγω από το σπίτι ποτέ ξανά.

Το κουδούνι συνεχίζει και χτυπάει μέχρι που ανοίγει η πόρτα. Τρομαγμένη σηκώνομαι και τρέχω στο μπάνιο και πλένομαι. Σαν να έκανα κάποια σκανταλιά, αμέσως φοράω τα ρούχα της γυμναστικής, ενώ από μέσα μου βρίζω και καταριέμαι τη στιγμή που αποφάσισα να χάσω κιλά.

Βγαίνω από το δωμάτιο και βλέπω την μητέρα μου να μιλάει με τον Αντώνη στο σαλόνι. «Καλώστην υπναρού» λέει ο Αντώνης. «Σίγουρα δε θες έναν καφέ;» ρωτάει η μαμά μου γεμάτη χαμόγελα. «Όχι, αλήθεια δεν πίνω. Μόνο έναν φυσικό χυμό πίνω κάθε πρωί» λέει αυτός κι η μάνα μου τον κοιτάει σαν να είναι κάποιος διάσημος στο σπίτι. «Ευχαριστώ πάντως. Έτοιμη, γκρινιάρα;» με ρωτάει και εγώ τον κοιτάω έτοιμη να τον χαστουκίσω.

Σηκώνεται αυτός γεμάτος ενέργεια και εγώ ανοίγω την εξώπορτα και τον περιμένω απ' έξω χωρίς να πω τίποτα. Σιχαίνομαι τα πρωινά ξυπνήματα αυτά ειδικά τώρα που τελείωσα επιτέλους το σχολείο και ονειρευόμουν πάντα το καλοκαίρι αυτό που θα κοιμάμαι ό,τι ώρα θέλω.

Αρχίζουμε και περπατάμε στον γνωστό δρόμο. Αυτός αρχίζει και περπατάει γρηγορότερα απ' ό,τι την πρώτη φορά. Μένω πίσω. «Είναι αγενές αυτό που κάνεις» του λέω και γυρνάει και με κοιτάει, έτοιμος να γελάσει. Μου κάνει νόημα να αυξήσω την ταχύτητα. Ακόμα του κρατάω μούτρα που μου έβαλε έξτρα 5 λεπτά στο ποδήλατο χθες. Ίσως και που κοιτούσε την Νάνσυ, την ξανθιά σεξοβόμβα γυμνάστρια, σαν λιγούρης.

Τον μισώ. Και μ' αρέσει. Αλλά τον μισώ κυρίως. Μ' έχει δει στα χειρότερα μου και είμαι πλέον σίγουρη ότι αυτό που σκέφτομαι -ή μάλλον φαντασιώνομαι- δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Έτσι αρχίζω και λύνομαι λίγο αφού δεν με νοιάζει πλέον το πώς με βλέπει και αυξάνω την ταχύτητα.

«Άντε επιτέλους, ξύπνησες» μου λέει με αυστηρότητα. «Μου σπας τα νεύρα, ξέρεις» μου λέει και προχωράει κι άλλο. «Εμένα να δεις...» ψιθυρίζω. «Τι είπες;;» μου φωνάζει και σταματάει και έρχεται πίσω. «Τίποτα!» του φωνάζω, τρομαγμένη. «Προσπαθώ να είμαι ανεκτικός, Μαρτίνα, αλλά είσαι πολύ αυθάδης. Πέσε στο πάτωμα τώρα» μου λέει και τον κοιτάω με απορία. Δε ξέρω αν κάνει πλάκα. «Τι;» τον ρωτάω σαν να μην άκουσα καλά.

Προσωπικός ΓυμναστήςWhere stories live. Discover now