ΜΕΡΑ 49

6.5K 540 66
                                    

Σιωπή στο δωμάτιο. Σκοτάδι γύρω μου και μόνο το φως που μπαίνει απ' τις γρίλιες του παντζουριού μου φανερώνει ότι δεν είναι νύχτα. Κοιτάω τριγύρω μου το χάος. Άδειες σακούλες από πατατάκια και περιτυλίγματα από σοκολάτες έχουν γίνει βουνό. Το κινητό μου κλειστό για μέρες και το μπλοκ-ημερολόγιο στον τοίχο δείχνει «55 ΜΕΡΕΣ».

Πέρασαν πέντε μέρες από την κηδεία του μπαμπά μου και δεν έχω κοιμηθεί καθόλου. Απλά έχω ξαπλώσει και θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Όλες τις αναμνήσεις μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Έχω αγκαλιά το κλασικό παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», το αγαπημένο μου μέχρι και σήμερα.

Η μουσική απ' την ταινία της Disney παίζει σε επανάληψη. Σήμερα ζυγίστηκα, και είμαι 98 κιλά. Πήρα τέσσερα κιλά απ' την τελευταία φορά που ζυγίστηκα. Φυσικά αφού στο γυμναστήριο δεν έχω πατήσει και η δίαιτά μου καταστράφηκε ολοσχερώς.

Χτυπάει η πόρτα του δωματίου μου ξανά. «Δεν θέλω τίποτα!» φωνάζω στην μητέρα μου, που παρά την φωνή μου, μπαίνει η μισή μέσα. «Αγάπη μου, ήρθε ο Αντώνης» μου λέει και ανασηκώνομαι τρομαγμένη. «Πέστου...πέστου να φύγει» της λέω και ανοίγει η πόρτα διάπλατα και είναι ήδη δίπλα της. Αναστενάζω, απογοητευμένη.

Η μητέρα μου φεύγει και μπαίνει μέσα ο Αντώνης κι ανάβει το φως. «Όχι, μην το ανάψεις» του λέω αλλά το ανάβει. Κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι. Μυρίζει αφρόλουτρο και aftershave, πρέπει μόλις να έφυγε απ' το γυμναστήριο. Μου έλειψε τόσο πολύ αυτή η μυρωδιά.

«Πώς είσαι;» με ρωτάει. «Κοίτα, αν ήρθες να μου κάνεις κήρυγμα που δεν ήρθα στο γυμναστήριο...» πάω να του πω αλλά με σταματάει. «Όχι, ήξερα ότι δεν θα έρθεις, δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Γι' αυτό σου έδωσα λίγο χρόνο να κάτσεις μόνη σου να πενθήσεις» μου λέει και μου κρατάει το χέρι. Αρχίζω και δακρύζω.

«Μου λείπει...ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έφυγε απ' την ζωή μου ο μπαμπάκας μου» του λέω και τον αγκαλιάζω σφιχτά και ξεσπάω σε κλάματα. Μου χαϊδεύει την πλάτη στοργικά. «Μαρτίνα, για ό,τι χρειαστείς, θα είμαι εγώ δίπλα σου, εντάξει; Μπορείς να βασιστείς σε μένα» μου λέει και γνέφω. Ύστερα τον κοιτάω στα μάτια.

«Αντώνη...» του λέω και προσπαθώ να βρω την φωνή μου. «Πάμε μια βόλτα» του λέω. Κάνω ένα ντουζ, ντύνομαι και καλύπτω τις σακούλες κάτω απ' τα μάτια με λίγο μακιγιάζ. Βγαίνουμε στο σαλόνι και βλέπουμε την μαμά με τον θείο Κώστα να βλέπουν τηλεόραση. Αρχίζω και νευριάζω με την εικόνα, ενθυμούμενη την αποκάλυψη του μπαμπά, ότι η μαμά ήταν πάντοτε ερωτευμένη με τον θείο Κώστα.

Προσωπικός ΓυμναστήςWhere stories live. Discover now