ΜΕΡΑ 88

9.2K 817 60
                                    

Όχι, δεν ήταν ένα κακό όνειρο. Ένιωσα το χτύπημα στον τοίχο πολύ έντονα και αμέσως σωριάστηκα. Δε μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το τέρας πάλι κάνει τα ίδια. Την προηγούμενη φορά ήμουν ήδη δηλητηριασμένη απ' τα φαγητά και δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήταν σαν να χτύπαγε κουτάβι.

Τώρα όμως δεν θα τον ξαναφήσω. Έτσι όμως είμαι στο έδαφος και αισθάνομαι ότι πρόκειται να με χτυπήσει ξανά, αρπάζω την πλαστική μπουκάλα του ψυκτήρα και με μια απότομη κίνηση την πετάω πάνω του κι αυτόματα δίνω κλωτσιά στα αχαμνά του. Αυτός ουρλιάζει απ' τον πόνο και βρίσκω τον χρόνο να σηκωθώ και ν' αρχίσω να τρέχω στους διαδρόμους.

Τα φώτα τρεμοπαίζουν και ευτυχώς μπορώ να δω μπροστά μου. Ο Σταμάτης αρχίζει να με κυνηγάει. «Στέλιο!!!» φωνάζω, τρομαγμένη, και πάω να μπω στο δωμάτιο αλλά ο Σταμάτης με προλαβαίνει και με σπρώχνει μακριά. «Βοήθεια!» φωνάζω και πάω στο διπλανό δωμάτιο που κείτονταν δύο γέροι. Αρπάζω το τηλέφωνο στο κομοδίνο ανάμεσά τους. Το χέρι μου τρέμει! Δεν παίρνω την αστυνομία αλλά τον Αντώνη. Θυμάμαι απ' έξω τον αριθμό του για καλό και για κακό.

Μπαίνει μέσα ο Σταμάτης, εξοργισμένος. «Πού είναι οι νοσοκόμες;;» φωνάζω στους ασθενείς αλλά αυτοί δεν μιλούν, φαίνονται εξουθενωμένοι. «Σταμάτη, σε παρακαλώ, σύνελθε! Έχουμε μάρτυρες αυτή τη φορά, θα πας σίγουρα φυλακή!» του φωνάζω. «Αυτά τα απολειφάδια; Θα τα σκοτώσω κι αυτά αν χρειαστεί!» φωνάζει ενώ οι μελανιές του προσώπου αρχίζουν και ματώνουν ξανά. Τον σιχαίνομαι πραγματικά, θέλω να τον δω να πεθαίνει. Πρώτη φορά κάνω τέτοιες κακές σκέψεις στο μυαλό μου, και γι' αυτό τον μισώ πιο πολύ.

Με πλησιάζει. Το τηλέφωνο είναι ακόμα ανοιχτό. Δε ξέρω αν το σήκωσε ή όχι ο Αντώνης, ελπίζω μόνο να μην κοιμάται. Θεέ μου, σώσε με, σε παρακαλώ. «Στέλιο!!!» ουρλιάζω μπας και μ' ακούσει αλλά δυστυχώς όταν κοιμάται ο αδερφός μου, δεν τον ξυπνάει τίποτα, ούτε βόμβα.

«Παλιο-φάλαινα, θα σε σκοτώσω!» ουρλιάζει αυτός και μου επιτίθεται. Το πρώτο μου ένστικτο είναι να πέσω κι εγώ πάνω του με όλο το βάρος του σώματός μου. Γίνεται λοιπόν μια σύγκρουση και τον ρίχνω πιο πέρα. Βγαίνω απ' το δωμάτιο και τρέχω προς την έξοδο κινδύνου. Όμως είναι θεοσκότεινα και δε ξέρω προς τα πού είναι οι σκάλες. Τι νοσοκομείο είναι αυτό; Έλεος! Μετανιώνω απίστευτα που δεν άκουσα τον Αντώνη να με πάει σε ιδιωτική κλινική, μακριά απ' αυτό το αχούρι.

Ένα φως μόνο βλέπω που με οδηγεί προς τα πάνω. Ανεβαίνω προσεκτικά κι ακούω την πόρτα να ανοίγει πίσω μου, είναι ο Σταμάτης πάλι! Τρέχω στη σκάλα όσο τον ακούω να με κυνηγάει. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά, γιατί αν με πιάσει εδώ θα με ρίξει σίγουρα πίσω και τέλος! Φτάνω σε μια πόρτα με παράθυρο. Το φως ήταν τελικά του φεγγαριού που με οδηγούσε, γιατί είναι η πόρτα της ταράτσας.

Προσωπικός Γυμναστής Where stories live. Discover now