Εισαγωγη

2.9K 123 21
                                    

Η ζωή είναι πολύ μεγάλη πουτανα τελικά . Σε χτυπάει από εκεί που δεν το περιμένεις , τις στιγμές που αισθάνεσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο . Εκεί που οκά πηγαίνουν τέλεια έρχεται να σου καταστρέψει τα όνειρα να σου κόψει τα φτερά . Παλιά πίστευα πως αυτό ήταν μόνο ένας μύθος , κάτι από αυτά που σου λένε οι γονείς σου για να σε προσγειώσουν και να μην ονειρεύεσαι πολλά πράγματα . Να μην είσαι υπέρ φιλόδοξη . Όμως όλα είναι αλήθεια . Εάν νομίζεις πως είσαι ευτυχισμένος τότε η ζωή θα στο φέρει μπούμεραγκ θα σε κάνει τον πιο δυστυχισμένο άτομο στον κόσμο . Θα σε πατήσει μέχρι να παρακαλάς να μην ήσουν ποτέ σου τόσο χαρούμενος για κάτι που είχες . Ή νόμιζες ότι είχες . Τα πάντα είναι ρευστά . Δεν υπάρχει μόνιμη ευτυχία , μόνιμη χαρά . Οι γονείς σου δεν μπορούν να σε προστατεύουν για πάντα . Κυριως γιατί εσυ τους διώχνεις μακρυά σου . Και χωρίς να το καταλαβαίνεις εκείνη την στιγμή μένεις εκτεθιμενη σε έναν κόσμο που ψάχνει την ευκαιρία να σε κατασπαράξει . Δεν πίστεψα ποτέ μου πως τα τέρατα στην ντουλάπα μου ή κάτω από το κρεβάτι μου ήταν αληθινά . Γιατί δεν ήταν . Τίποτα δεν υπήρχε κρυμμένο στο σκοτάδι περιμένοντας να με φάει το βράδυ όταν θα κοιμωμουν . Και τώρα καταλάβαινα το γιατί . Τα αληθινα τέρατα δεν χρειαζόταν να κρυφτούν . Ήταν ανάμεσα μας . Κάθε μέρα . Το να κυκλοφορείς στην κοινωνία ήταν επικίνδυνο . Έπεφτες συνέχεια σε παγίδες . Και δεν το συνηδητοποιουσες μέχρι να είναι πολύ αργά . Παρά πολύ αργά για να ξεφύγεις .
Και εγώ είχα πέσει σε εκείνη την παγίδα δίχως καν να το προσπαθήσω . Χρειάστηκε να δω τα μάτια του μερικές φορές , να εξερευνήσω το σκοτάδι που τον κάλυπτε, να μαγευθω από αυτό το σκοτάδι . Ήμουν σαν υπνωτισμένη . Τι λέω ακόμη είμαι . Τον αγαπώ όσο εκείνος με μισεί . Αυτό είναι η ειρωνία . Το να αγαπάς τόσο πολύ κάποιον , τόσο ώστε να αγνοείς το γεγονός ότι σου καταστρέφει την ζωή , ότι θα σε κάνει να μην ξαναδείς τους γονείς σου , όσους αγαπούσες και νοιαζόσουν . Μισώ τον εαυτό μου που δεν μπορεί να τον μισήσει . Που δεν νιώθω αποστροφή για εκείνον αλλά οίκτο . Νομζιω πως ο πόνος που νιώθει έχει κατασπαράξει εμένα . Σιγά σιγά . Χάνομαι μαζί του . Είναι τρέλα αυτό το πράγμα . Θέλω να γελάσω . Ακόμη και έτσι , ακόμη και σε αυτό το μέρος , ακόμη και με το σώμα και την ψυχή μου βιασμένα τον θέλω . Μια αγκαλιά του και με κάνει να τα ξεχάσω όλα . Δεν είναι πάντα κακός μαζί μου . Έχει και τις καλές του στιγμές . Πολλές φορές έρχεται έχω κλαίγοντας και χώνεται στην αγκαλιά μου . Σαν μικρό παιδί που φοβάται κάτι . Αυτό ακριβώς νιώθω πως είναι . Ένα πληγωμένο παιδί . Δεν τον κατηγορώ που μισεί τους γονείς μου . Πρέπει να κατηγορήσει κάποιον . Εκείνοι όμως δεν φταίνε για την καταστροφή της οικογένειας του . Όχι με την θέληση τους τουλάχιστον . Το ξέρω πως πονάει όμως ο πόνος που προκαλεί σε εμένα κάθε μέρα είναι χειρότερος . Δεν έχω διαμαρτυρηθεί . Αναρωτιέμαι πως γίνεται να μην έχω φωνάξει , να μην έχω ξεσπάσει τόσο καιρό . Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχα κάνει τα πάντα για να ξεφύγω . Εξάλλου η εκπαίδευση μου ήταν άριστη , σκληρή όμως με έκανε ανίκητη . Καλύτερη από τους γονείς μου . Ή έτσι μο έλεγαν . Όμως νιώθω πως μπροστά του είμαι ένα αδύναμο μικρό κορίτσι χωρίς καμία δύναμη για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου . Έχω κλάψει κιόλας . Ποτέ άλλωτε δεν είχα κλάψει . Ο Γκρεγκορι έλεγε πως το κλαμμα ήταν αδυναμία . Το ίδιο και η μητέρα μου . Όποτε ποτέ μου δεν ήθελα να δείχνω αδύναμη . Σε όλη την διάρκεια της εκπαίδευσης μου , όσες φορές κι εάν χτύπησα δεν έκλαψα ποτέ . Ακόμη και όταν ο πατέρας μου μου έλεγε πως ήταν εντάξει εάν έκλαιγα εγώ δεν ήθελα να τον απογοητεύσω . Μπορεί να μην ήμουν τόσο δεμένη μαζί του όσο με την μητέρα μου όμως τον λάτρευα και περισσότερο τον θαύμαζα . Δεν με είχε πειράξει πως και οι δυο μου γονείς δούλευαν στην μαφία . Το είχα συνηθίσει και με τα χρόνια ήθελα να μπω και εγώ στην ενεργό δράση . Ανάθεμα την ώρα που το εκανα . Δεν θα τον είχα γνωρίσει . Δεν θα ήμουν εδώ τώρα . Ίσως να εκανα σκοποβολή με τον Γκρεγκορι ή να πήγαινα για κόντρες με τα παιδιά . Ανάθεμα !
Η ζωή είναι πολύ πουτανα . Ήμουν στα καλύτερα μου . Ακόμη και εάν είχα τσακωθεί με τους γονείς μου , ακόμη και εάν τους θεωρούσα υπερποστατρυτικους μαζί μου ένιωθα χαρούμενη επειδή είχα εκείνον δίπλα μου , επειδή μπορούσα να τον αγγίζω και να με αγγίζει . Εκείνο το άρωμα του . Με μάγευε πάντα . Και ακόμη με μαγεύει από την πρώτη γαμημενη , καταραμένη στιγμή που έπεσα πάνω του εκείνη την νύχτα . Έπρεπε να είχα μείνει σπίτι για το οικογενειακό τραπέζι και πχι να τρέχω στα κλαμπ για να ελέγξω έναν από αυτούς που πουλούσαμε προστασία . Ηλιθιο κορίτσι . Αυτό ήμουν , είμαι . Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πως να περιγράψω τον εαυτό μου πλέον . Εάν μπορώ να θεωρηθώ άνθρωπος . Δεν νιώθω να μου έχει μείνει τίποτα πάνω μου . Ο εξευτελισμός , η ταπείνωση , η δίκη του κακιά το μίσος που νιώθει κάθε φορά που με κοιτάζει . Αυτά με πληγώνουν περισσότερο . Με κάνουν να νιώθω την ανάγκη να τελειώσω την ζωή μου .
Τον αγαπώ όμως δεν μπορώ να μείνω μαζί του . Δεν μπορώ να φύγω . Υπάρχει μόνο μια λύση .
Ξέρω πως θα με πουν δειλή , πως εκείνος θα ανακουφιστεί που χύθηκε αίμα για αίμα , πως θα πληγώσει τους γονείς της . Δεν ξέρει εάν θα άντεχε να δει τα δάκρυα στα μάτια της μητέρας της .
Την είχαν ονομάσει Σελινα επειδή είχε κληρονομήσει τα γκρίζα μάτια του πατέρα της σχεδόν ολοκληρωτικά . Με μερικές ίριδες από πράσινο από τηβ μητέρα της . Ήταν το φεγγάρι στην καταιγίδα που είχαν περάσει . Η ηρεμία στη ζωή τους . Το λάτρευε το όνομα της . Τώρα απλώς δεν καταλάβαινε εάν το άξιζε . Δεν υπήρχε τίποτα λαμπερό πάνω της .
Σήκωσε το βλέμμα της . Το άολυτο σκοτάδι . Το είχε συνηθίσει πλέον . Στη βαρ η το φοβόταν . Πολύ . Τον παρακαλούσε για λίγο φως . Όμως τώρα χαιρόταν που δεν υπήρχε . Δεν άντεχε να αντικρυσει τον εαυτό της , το πως είχε καταλήξει . Αηδίασε με το κορμί της , ή ότι είχε μείνει από αυτό τελος πάντων .
Έπιασε το κομμάτι από γυαλί σταθερά μέσα στο αριστερό της χέρι . Χαμογέλασε . Δεν φοβήθηκε τον θάνατο ποτέ της . Στην δουλειά ήταν πάντα παρόν και είχε εναρμονιστεί με την ιδέα . Ήξερε ότι θα πέθαινε κάποια στιγμή . Και απλώς επέλεγε να ήταν έτσι , πριν τα πάντα χαθούν από πάνω της . Δεν θα του έδινε αυτή τη χαρά . Να τηβ σκοτώσει .
Έβαλε όση δύναμη είχε πιέζοντας το υλικό πάνω στον καρπό της . Δεν χρειάστηκε πολύ μέχρι να δει δο αίμα να κυλάει . Χαμογελάσε πιο πλατιά . Άρχισε να γελάει . Το αίμα συνέχισε να τρέχει ασταμάτητο , όσο ασταμάτητο ήταν και το γέλιο της . Τα πάντα γύρω της άρχισαν να θολώνουν . Έκλεισε τα μάτια της . Αναρωτήθηκε πως θα ήταν ο θάνατος .

Ξερω πως μπορεί να σας μπερδεύει για αρχή όμως δια σιγά θα δείτε πως θα καταλήξουμε σε αυτό το σημείο 😈
Είμαι διαβολική το ξέρω 😂
Θα ανεβαίνουν κεφαλαία κάθε μετά οπως και στο προηγούμενο βιβλίο . ❤️
Πείτε μου πως σας φάνηκε το πρώτο κεφάλαιο θα με βοηθούσε πολύ 😘😘

Femme fatale 2:the return Where stories live. Discover now