23 χρόνια πριν . Νάπολη . Νότια Ιταλία.
Έβλεπε προσεκτικά έξω από το αμάξι καθόλη της διαδρομή τους από το Παλέρμο μέχρι εδώ . Νόμιζε πως δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του πάνω από το τζαμί του μαύρου οχήματος . Δεν ήξερε που πήγαινε , ποιοι ήταν αυτοί που τον είχαν πάρει , τι θα έκαναν μαζί του , γιατί ο πατέρας του ήταν ξαπλωμένος μόνιμα στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού και γιατί ο αδερφός του δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά να τον δει . Δεν καταλάβαινε , όμως σύντομα θα μάθαινε τα πάντα . Και θα εύχονταν να είχε μείνει στο μπερδεμένο του μυαλό . Η πόλη στην οποία έμπαιναν τώρα ήταν αρκετά διαφορετική από το Παλέρμο . Όχι κάτι εντελως άγνωστο σε εκείνον όμως δεν εμπιαζαν τα πάντα τόσο φτωχικά . Οι άνθρωποι περπατούσαν ευθημοι στους δρόμους . Στο αμάξι εισχωρουσε με ευκολία η μυρωδιά φρέσκου ψωμιού και πίτσας , κάνοντας το μικρό αγόρι να θυμηθεί πως δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα . Ο καιρός εδώ ήταν επίσης διαφορετικός . Τα σύννεφα δεν φαινόταν πουθενά , δεν έβρεχε και ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε με όλη του την δύναμη .
Ήθελε να ξέρει που ακριβώς βρισκόταν , που θα κατέληγε , όμως φοβόταν να ρωτήσει τους άντρες που καθόταν στα μπροστινά καθίσματα . Η αλήθεια ήταν πως ούτε εκείνοι του είχαν δώσει πολύ σημασία . Μόνο όταν είχαν σταματήσει για βενζίνη τον προειδοποίησαν να μην προσπαθησει καν να βγει από το αμάξι γιατί δνε θα του άρεσε καθόλου αυτό που θα ακολουθούσε . Και τους είχε υπακούσει . Δεν μίλησε καν απλώς ενευσε βιαστικά , κουνώντας το παιδικό του κεφάλι . Στα μάτια του διαγράφονταν ο φόβος , κάτι που μάλλον οι δέσμιοι του απολαμβάναν στο έπακρο , αφού άρχισαν να γελάνε με το που είχαν την αντίδραση του .
Μετά επέστρεψαν στην δίκη τους συζήτηση . Μιλούσαν σιγά έτσι ο Νίκολας δεν κατάφερε να τους ακούσει . Προσπάθησε να απασχολήσει τον εαυτό του μετρώντας τα δέντρα που περνούσαν , κοιτάζοντας τις πινακίδες από τα υπόλοιπα αμάξια . Όμως τίποτα δεν τον βοηθούσε . Τα αναπάντητα ερωτήματα μέσα του , όσα ένα παιδί της ηλικίας του δεν μπορούσε να καταλάβει τον είχαν κατακλύσει, απαγορεύοντας του να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο .
Βγήκαν έξω απ Ότο κέντρο της πόλης , οδηγώντας σε έναν δρόμο που κατέληγε σε έναν λόφο . Μπορούσε να δει όλη την πόλη από το ύψωμα . Είχε αρχίσει να ξημερώνει , και ο ήλιος έλουζε τα περισσότερα σπίτια .
Οδήγησαν για λίγα λεπτά ακόμη πριν επιτέλους σταματήσουν μόνιμα έξω από ένα μεγάλο σπίτι , φτιαγμένο απο λευκό μάρμαρο . Έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερο από αυτό που έμενε τα τελευταία χρόνια , και από αυτό που επισκέπτονταν στο Μιλανο που και που . Το αμάξι σταμάτησε ακριβώς έξω από την μεγάλη είσοδο . Οι δυο άντρες σύστησαν κάτι τελευταίο πριν βγουν από το αμάξι για να συναντήσουν δυο ακόμη άτομα που φορούσαν την ίδια στολή . Ο Νίκολας προσπαθούσε να τους παρατηρήσει καλύτερα , να καταλάβει ποιοι ήταν και τι ήθελαν από εκείνον . Εξάλλου ήταν μόνο ένα παιδί , τι θα μπορούσε να τους προσφέρει ;
Οι άντρες συζήτησαν μεταξύ τους για λίγα λεπτά πριν κατευθυνθούν ξανά προς το αμάξι . Αυτή τη φορά άνοιξαν την δίκη του πόρτα τραβώντας τον άτσαλα προς τα έξω . Το αγόρι σχεδόν σκόνταψε στο χαλίκι όμως κατάφερε να κρατηθεί όρθιο . Δεν ήξερε πως θα αντιδρούσαν οι άντρες εάν τον έβλεπαν να πέφτει κάτω . Δεν ήθελε να γελάνε μαζί του . Δεν του άρεσε που βρισκόταν εδώ , μακρυά από όσα είχε συνηθίσει . Ξαφνικά ο πατέρας του άρχισε να του λείπει απίστευτα . Ακόμη και εάν δεν είχε καταλάβει πως δνε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά ζωντανό , οπως και τον αδερφό του , δεν μπορούσε να εξηγήσει το συναίσθημα που τον κατέκλυζε .
«Άντε νιανιαρο, προχωρά . Αρκετή από την ώρα μας μας έφαγες εσυ σήμερα .»
Ένας από τους άντρες του είπε καθώς τον τραβούσε από το μπράτσο στο εσωτερικό του μεγάλου σπιτιού . Στην είσοδο υπήρχαν και άλλοι μαυροφορεμενοι αντρες . Ο Νίκολας υπάκουσε απρόθυμα στις εντολές του άντρα που τον κρατούσε . Σύντομα βρέθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού . Σε ένα τεράστιων διαστάσεων χολ όπου κυριαρχούσε το λευκό . Λευκό πάτωμα, τοίχοι και σκάλες . Μόνο τα έπιπλα και οι πίνακες στους τοίχους έσπαγαν την μονοτονία .
Το αγόρι προσπάθησε να εξερευνήσει με το βλέμμα του τον χώρο . Μπορούσε να δει μια μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στον επόμενο όροφο καθώς και άλλες τρεις πόρτες ου ήταν ερμητικά κλειστές . Δεν κατάφερε όμως να προχωρήσει προς εκείνες καθώς ο άντρας για άλλη μαι φορά , αφού μίλησε με άπορους άλλους που ήταν διαφορετικά ντυμένοι , γύρισε προς το μέρος του και τον τράβηξε στον επανο όροφο . Το μόνο που ακούγονταν σε όλη την σύντομη διαδρομή τους ήταν ο ήχος από τα βήματα τους πάνω στο πάτωμα . Η διακόσμηση στον επανο όροφο ήταν παρόμοια με αυτή στο χολ . Ο άντρας σταμάτησε απότομα έξω από μια ξύλινη πόρτα με αποτέλεσμα το μικρό αγόρι να πέσει πάνω του , δίχως να το θέλει .
Τα μάτια του άντρα άστραψαν κάτω από τον χαμηλό φωτισμό καθώς γύρισε απότομα προς το μέρος του .
Το χέρι του γρήγορα βρέθηκε πάνω στο μάγουλο του παιδιού ρίχνοντας το στο πάτωμα από την δύναμη του χαστουκιού . Ο Νίκολας με το ζόρι κράτησε τα δάκρυα του . Δεν έπρεπε να φανεί αδύναμος μπροστά σε έναν τέτοιο άντρα . Απλώς δεν γινόταν να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο μπροστά του . Τον φοβόταν όσο κανέναν άλλον στην ζωή του . Μπορεί ο πατέρας του να ήταν αυστηρός μαζί του , πολλές φορές και αδιάφορος όμως ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω του . Και τώρα ένας ξένος τον είχε χτυπήσει επειδή έπεσε καταλύω πάνω του . Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει . Πραγματικά μισούσε αυτό το μέρος . Και άρχισε να μισεί και τον πατέρα του μαζί με τον αδερφό του που τον άφησαν να βρεθεί εκεί , χωρίς να κάνουν τίποτα .
«Ηλιθιο βρομιάρικο ! Νομίζεις ότι είσαι κάποιος και μπορείς να φέρεσαι οπως θέλεις ; Ε ; Αυτό σου έχει μάθει ο μπαμπάκας σου ; Ε μάθε λοιπόν πως πλέον είναι νεκρός μαζί με τον άχρηστο τον αδερφό σου . Εκείνον δεν χρειάστηκε να τον κανονίσουμε εμείς ήταν αρκετά χαζός να προκαλέσει την μοίρα του . Δεν ε εις κανέναν να σε σώσει τώρα ! Βλαμμένο ! Εάν μπορούσα θα σε σαπιζα τώρα στο ξύλο όμως πρώτα πρέπει να σε δει ο μεγάλος . Μετά όμως δνε θα μου γλειτωσεις .»
Οι λέξεις χτυπούσαν σαν σφαίρες το μικρό αγόρι . Η λέξη πέθαναν καρφώθηκε στο μυαλό του : ο άντρας μπροστά του μόλις του είπε ότι οι μοναδικοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον βγάλουν από εκεί μέσα ήταν νεκροί από κάποιον άλλον . Αισθάνθηκε την καρδιά του να σπάει σε χίλια κομμάτια . Και ήξερε πως πλέον τα πράγματα δεν θα βελτιώνονταν με τίποτα .
«Τώρα βούλωσε το και σήκω πάνω !»
Τρέμοντας σηκώθηκε στα πόδια του κρατώντας μα απόσταση ασφαλείας από τον μεγαλώσει ο άντρα μπροστά του . Τα λόγια του τον τρόμαξαν ακόμη περισσότερο . Ήθελε να φύγει από αυτό το μέρος όσο πιο γρήγορα γινόταν .
Η μεγάλη πόρτα μπροστά του άνοιξε και ο άντρας τον πέταξε με δύναμη μέσα , πριν την κλείσει πίσω του .
KAMU SEDANG MEMBACA
Femme fatale 2:the return
Romansa«Σε εμπιστεύτηκα . Σου έδωσα τα πάντα . Αψηφησα τους γονείς μου γι αυτό . Για να ειμαι μαζί σου . Πίστεψα σε εσένα , σε εμάς , σε αυτό που είχαμε . Γιατί μου το κανεις αυτο ;» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά . Ένα σατανικο χαμόγελο . Ποτέ άλλωτε δεν τον...