Παλέρμο 23 χρόνια πριν
Κοιτούσε αδιάκοπα την μεγάλη πόρτα της εισόδου περιμένοντας πως ο αδερφός του θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή . Ποτέ δεν του έλεγε ψέματα , δεν τον απογοήτευε . Ακόμη και εάν η καταιγίδα ήταν τόσο ισχυρή εκείνος θα έβρισκε τρόπο να φτάσει στον μικρό του αδερφό . Θυμόταν καθαρά την τελευταία φορά που τον είχε δει .
Ήταν πριν από δυο εβδομάδες . Ο αδερφός του έμοιαζε πολύ χαρούμενος , του εξομολογήθηκε ότι είχε βρει την τέλεια συζηγο για εκείνον και ότι πολύ σύντομα θα την παντρεύονταν και θα την έφερνε εδώ για την γνωρίσει και ο ιδιος .
Ο νίκολας είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα ενός και ουραίου ατόμου για να περνάει χρόνο μαζί του . Μετά τον θάνατο της μητέρας του ένιωθε πολύ μόνος . Περισσότερο από ότι πριν .
Οι τακτικές επισκέψεις του αδερφού του ήταν η μόνη του ευκαιρία για να ξεφύγει από τα όρια της τρέλας . Ο πατέρας του ήταν αρκετά κάθετος με ότι είχε να κάνει με τις εξόδους του από το σπίτι . Ήταν εντελως μηδενικές και ανύπαρκτες . Του τόνιζε πως η παρέα με αλλά παιδιά της ηλικίας του θα αλλοίωνε τον χαρακτήρα του . Έτσι του είχε απαγορέψει να βγαίνει οπουδήποτε άλλου εκτός από τον μεγάλο κήπο του σπιτιού . Ελάχιστες φορές θυμόταν να είχε δει την πόλη στην οποία έμενε τόσα χρόνια μέσα από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου του πατέρα του . Τον είχε πάρει μαζί του για διακοπές στην βόρεια Ιταλία όσο η μητέρα του ζούσε ακόμη .Τελικά η μεγάλη πόρτα άνοιξε ελάχιστα λεπτά αργότερα . Το μικρό αγόρι ενθουσιασμένο πήδηξε από τον καναπέ όπου καθόταν τρέχοντας προς το μέρος της , ανυπομονώντας να δει το πρόσωπο του φερναρντο να του χαμογελάει χαϊδεύοντας άτσαλα τα μαλλιά του .
Το χαμόγελο του μικρού όμως σβήστηκε σχεδόν αμέσως καθώς στο κατοφλι της πόρτας δεν στεκόταν ο αδερφός του αλλά ο πατέρας του .
Δεν τολμούσε να χαμογελάσει ποτέ μπροστά του , ακόμη κι εάν χαιρόταν που τον έβλεπε φοβόταν πως το χαμόγελο του θα ενοχλούσε τον άντρα που στεκόταν μπροστά του και θα τον τιμωρούσε για μια τοσο απλή και αθώα πράξη .
Όμως αυτή τη φορά ο πατέρας του έμοιαζε εντελως διαφορετικός . Όλο το σώμα του είχε βραχεί από την έντονη καταιγίδα . Νερά έσταζαν από τα μαλλιά του , το πρόσωπο του και τα μουσκεμένα ρούχα του .
Από το λίγο που μπορούσε να δει το πρόσωπο του , καταλάβαινε πως ήταν λυπημένος, τα μάτια του ήταν κόκκινα , οπως ήταν και τα δικά του όταν έκλαιγε . Όμως αυτό ήταν αδύνατον . Δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα του να κλαίει . Στα 5 χρόνια της ζωης του , από το λίγο που μπορούσε να καταλάβει , είχε πλέον πίστει πως ήταν αδύνατον να κλάψει . Θεωρούσε πως έτσι συνέβαινε με μερικούς ανθρωπους . Δεν μπορούσαν να κλάψουν ακόμη και όταν ήταν στεναχωρημένοι . Δεν τον είχε δει να κλαίει όταν πεθάνε η μητέρα του . Παρότι του είπε πως είχε κι αυτος στεναχωρηθεί πολύ .
Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά . Μπορούσε να το διαισθανθεί μέσα του . Πάντα ειδοποιούνται για κάποια επίσκεψη από τον πατέρα του , όμως τώρα , όλο αυτό ήταν εντελως ξαφνικό . Προσπάθησε να δει πίσω από τον ογκώδη άντρα , να αναζητήσει τον αδερφό του . Ήλπιζε πως θα είχαν έρθει μαζί . Όμως το πυκνό σκοτάδι και η έντονη βροχή δεν τον άφηναν να δει καθαρά .
Ο πατέρας του του έριξε μια γρήγορη μάτια πριν περάσει μέσα . Άρχισε νε μιλάει στα ισπανικά με τους άντρες του . Ο Νίκολας δεν καταλάβαινε πολλά . Οι λέξεις που ήξερε σε εκείνη την γλώσσα ήταν ελάχιστες , όσο και εάν ο Φρέντερικ προσπαθούσε να του μάθει , ο πατέρας τους πάντα τους έλεγε πως δεν ήταν ανάγκη να την μάθει . Ότι δουλειά θα έκανε στο μέλλον θα γινόταν αποκλειστικά μέσα στην Ιταλία . Αυτά ήταν τα σχέδια του .
Ο μικρός δεν είδε καταλάβει ποτέ γιατί ο πατέρας του ήταν τόσο αρνητικός προς το να μάθει ισπανικά . Εξάλλου ήταν μια δεύτερη μητρική γλώσσα για εκείνον . Δεν τόλμησε όμως ποτέ να ρωτήσει . Φοβόταν τον πατέρα του . Και δεν το έκρυβε . Πάντα γινόταν άλλο άτομο όταν ήταν μπροστά του . Τίποτα που ναι θυμίζει ένα χαρούμενο ανέμελο παιδί μα πιο πολύ έναν στρατιώτη .
Όμως τώρα η περιέργεια φούντωνε μέσα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί . Γιατί εμφανίστηκε ο πατέρας του ενώ εκείνος περίμενε τον αδερφό του . Έπρεπε να μάθει . Μάζεψε όσο θάρρος κρύβονταν μέσα στο παιδικό του κορμί και στάθηκε μπροστά από τον πατέρα του . Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του κοιτάζοντας τον μικρό του γιο ενοχλημένος .
«Τι θες μικρέ ;»
«Γιατί δεν ήρθε ο αδερφός μου ;»
Το μικρό αγόρι δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε στο πρόσωπο του πατέρα του. Κάτι ανάμεσα σε λύπη και θυμό . Θλίψη και οργή . Ήταν συναισθήματα που το παιδικό του μυαλό αδυνατούσε να κατανοήσει . Ακόμη .
«Ο αδερφός σου δεν θα μπορέσει να ξαναέρθει .»
Του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε . Ο Νίκολας ένιωσε δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια του . Ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν τα λόγια του πατέρα του . Τον είχε ακούσει να του λέει ακριβώς το ίδιο πράγμα έναν χρονο πριν , όταν η μητέρα του είχε πεθάνει .
Ήξερε πως δνε θα έβλεπε ξανά τον αδερφό του επειδή ήταν νεκρός. Αυτή τη φορά όμως ήξερε πως δεν ήταν κάποια ασθένεια που του είχε στερήσει τον μοναδικό άνθρωπο που έδειχνε ενδιαφέρον για την ύπαρξη του , αλλά κάποιος άλλος . Ένα μίσος άρχισε να γεννιέται μέσα του υποσυνείδητα . Ένα μίσος που δεν ήξερε πως με τα χρόνια θα καλλιεργούνταν και θα ρίζωνε μέσα του .
Δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο . Δυνατοί ήχοι άρχισαν να ακούγονται από έξω . Για λίγο ο Νίκολας τους μπέρδεψε με κεραυνούς από την καταιγίδα . Όμως αυτοί οι ήχοι ήταν διαφορετικοί . Πιο επίμονοι , πιο δυνατοί , πιο συνεχείς . Δεν σταματούσαν οπως συνέβαινε με κάθε αστραπή . Αλλά ήταν λες και δεν είχαν τελειωμό .
Οι άντρες που βρίσκονταν γύρω από εκείνον και τον πατέρα του έπιασαν κάτι στην τσέπη τους και περιμένοντας το νεύμα του άντρα βγήκαν έξω από το σπίτι .
Για πρώτη φορά ο πατέρα του έσκυψε στο ύψος του και έπιασε δυνατά τα μάγουλα του .
«Τρέξε να κρυφτείς ! Εάν δεν με ακούσεις να σε φωνάζω μην τολμήσεις να βγεις ! Με κατάλαβες ;»
Ο Νίκολας άργησε ελάχιστα να συνειδητοποιήσει τι του ζητούσε ο πατέρας του . Οι ήχοι απ έξω γινόταν όλο και δυνατότεροι . Η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο έντονα , για μια στιγμή πίστεψε πως θα έβγαινε από την θέση της . Ο φόβος κατεκλιζε το κορμί του , σχεδόν παραλύοντας το.
«Με κατάλαβες Νίκολας ;»
Το μικρό αγόρι ενευσε βιαστικά και με ένα ελαφρύ σπρώξιμο του πατέρα του άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες . Χώθηκε στο δωμάτιο του , μέσα στην ντουλάπα , όπου και κουλουριαστικε σε μια γωνία . Σύντομα οι ήχοι ακούγονταν μέσα από το σπίτι . Στο σαλόνι . Τα χεράκια του έτρεμαν . Δεν ήξερε τι συνέβαινε . Εάν έπρεπε να βγει έξω ή να ακολουθήσει πίστα τις εντολές του πατέρα του .
Τελικά κάθισε απλώς εκεί . Να περιμένει να τελειώσει . Σταδιακά οι ήχοι σταμάτησαν . Η ηρεμία επανηκθε στο σπίτι .
Όμως ο πατέρας του δεν του είχε πει ακόμη να βγει . Μπορεί να τον είχε ξεχάσει . Δίχως να το σκεφτεί παραπάνω , άνοιξε την ξύλινη πόρτα της ντουλάπας βγαίνοντας έξω . Απόλυτη ησυχία . Καμία ομιλία δεν ακούγονταν προς τα κάτω
Κατέβηκε προσεκτικά τις σκάλες , προσπαθώντας να στηρίξει το μικρό του χέρι στηβ κουπαστή . Η φράντζα από τα μαύρα μαλλιά του έπεσε μπροστά το πρόσωπο του καλύπτοντας το ένα του μάτι .
Μπαίνοντας στο σαλόνι κατάφερε βα δει μερικούς άντρες ντυμένους με τον ίδιο τρόπο που ντύνονταν εκείνοι που φυλούσαν το σπίτι . Άλλοι ήταν στο πάτωμα . Εάν κόκκινο υγρό κάλυπτε την μεγαλύτερη επιφάνεια του σαλονιού . Ήταν αίμα . Για πρώτη φορά στη ζωή του μύρισε το μεταλλικό άρωμα που άφηνε πίσω του το αίμα . Έσμιξε τα φρύδια του παραξενεμενος . Προχώρησε πιο μέσα στο σαλόνι . Μερικοί από τους άντρες γύρισαν να τον κοιτάξουν . Άλλοι έκαναν στην άκρη για να τον αφήσουν να περάσει. Η εικόνα γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη σιγά σιγά .
Ο πατέρας του ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα . Κι αυτος με ένα κόκκινο υγρό να τον περικυκλώνει .
Δεν μπορούσε βα καταλάβει τι είχε συμβεί . Μέσα του γνώριζε πως ο πατέρας του ήταν νεκρός . Όμως δνε ήθελε να το πιστέψει . Έκανε ακόμη μερικά βήματα όταν ένα βαρύ χέρι τον σταμάτησε . Η τρομαχτική φιγούρα ενός άντρα ήρθε μπροστά στα μάτια του . Τον παρακολούθησε καθώς το έπιανε σφιχτά το χέρι . Άρχισε να τον τραβάει προς την έξοδο . Γιατί τον έπαιρναν μακρυά από τον πατέρα του . Ποιοι ήταν αυτοί ;
«Φεύγουμε μικρέ .» Τον άκουσε μόνο να λέει πριν τον πετάξει άτσαλα στα πίσω καθίσματα ενός μαύρου τζιπ . Πολύ σύντομα το σπτιι που είχε μεγαλώσει θα ήταν μόνο μια κακή ανάμνηση . Η αρχή των βασανιστηρίων του . Και του μίσους που κάλυπτε κάθε εκατοστο του κορμιού του . Δεν γνώριζε εκείνη την στιγμή πως οι μέρες και τα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα τον γέμιζαν με εφιάλτες , θα του στερούσαν την παιδικη του ηλικία .
BẠN ĐANG ĐỌC
Femme fatale 2:the return
Lãng mạn«Σε εμπιστεύτηκα . Σου έδωσα τα πάντα . Αψηφησα τους γονείς μου γι αυτό . Για να ειμαι μαζί σου . Πίστεψα σε εσένα , σε εμάς , σε αυτό που είχαμε . Γιατί μου το κανεις αυτο ;» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά . Ένα σατανικο χαμόγελο . Ποτέ άλλωτε δεν τον...