Αδερφος

1.4K 111 14
                                    

23 χρόνια πριν . Παλέρμο . Ιταλία .
Η καταιγίδα έξω δεν έλεγε να κοπάσει . Εδώ και δυο μέρες ισχυρές βροχές έπλητταν την μικρή , φτωχική πόλη , προκαλώντας τρομερές ζημιές σε αρκετά σπίτια .
Το αγόρι φοβόταν την καταιγίδα . Τους κεραυνούς. Τις αστραπές που άστραφταν κάθε λίγα λεπτά στον ουρανό κάνοντας τα παράθυρα του δωματίου του να τρίζουν έντονα . Όχι επειδή πίστευε πως το σπίτι του θα γκρεμιζόταν . Ήξερε πως αυτό ήταν αδύνατον . Το σπίτι του πατέρα του λίγο έξω από το κέντρο της πόλης ήταν από τα λίγα πιυ δεν έμοιαζαν με παράγκες και μισογρκεμισμενες πολυκατοικίες του περασμένου αιώνα. Ζούσε εδώ από την ημέρα που γεννήθηκε , και τώρα στα 5 χρόνια της ζωης του γνώριζε πως ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος άντρας , ισχυρός για να τον φοβούνται όλοι . Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν ότι δεν τον έβλεπε σχεδόν ποτέ . Ήξερε πως δεν έμενε μαζί με εκείνον και την μητέρα του στην Ιταλία αλλά στην Ισπανία , χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά . Όποτε ρωτούσε την μητέρα του , μια ασθενική φοβισμένη και χαμηλοβλεπούσα γυναίκα , του απαντούσε πάντα ότι ο πατέρας του είχε σημαντικές δουλειές και όποτε μπορούσε θα ερχόταν να τον βλέπει .
Και έτσι είχε γίνει . Μερικές φορές μέσα στον χρόνο , ο άντρας που έμαθε να αποκαλεί πατέρα ερχόταν στο μεγάλο σπίτι που έμενε με την μητέρα του και περνούσε τουλάχιστον δυο εβδομάδες μαζί του . Για ένα μικρό αγόρι που δεν είχε γνωρίσει τι σήμαινε πραγματική οικογένεια , που δεν ήξερε για τις βρώμικες δουλειές του πατέρα του και που θεωρούσε πως ο άντρας έπρεπε να λείπει για δουλειά , όλα αυτά έμοιαζαν απολύτως φυσιολογικά . Και όποτε ένιωθε την ανάγκη μιας πατρικής φιγούρας , μπορούσε πάντα να τον καλέσει στο προσωπικό του τηλέφωνο , ορισμένες ώρες της ημέρας που του το επέτρεπε η μητέρα του .
Αυτό γινόταν μέχρι περισυ . Όπου είχε κλείσει τα 4 και γινόταν όλο και πιο ήσυχος . Ήταν ένα ήρεμο παιδί . Δνε προκαλούσε ποτέ του φασαρίες προς ευχαρίστηση της μητέρας του , , έπαιζε μόνος του ή κοιτούσε διαφορά παραμύθια χωρίς να μπορεί να τα διαβάσει . Και μόνο οι εικόνες από τα βιβλία τον έκαναν να ταξιδεύει σε μυθικά μέρη με την φαντασία του . Ο πατέρας του από την άλλη έβλεπε αυτή την νηνεμία που επικρατούσε μέσα στον γιο του σαν αδυναμία . Όσο καιρό βρισκόταν μαζί τους προσπαθούσε συνεχώς να τον σκληραγωγησει . Του τόνιζε πάντα πως μια μέρα θα έπρεπε να μπορεί να τα βάζει με κακούς ανθρωπους . Και πως έπρεπε να βγαίνει πάντα νικητής αλλιώς θα πέθαινε .
«έτσι λειτουργεί η ζωή . Το μικρό ψάρι τρώγεται από το μεγαλύτερο . Εσυ πρέπει πάντα να είσαι το πιο μεγάλο από όλα ώστε κανένας να μην μπορεί να σε αγγίξει .»
Του το έλεγε πάντα . Και ο μικρός απλώς ενευε το κεφάλι του , θέλοντας να δείξει στον πατέρα του πως τον άκουγε , ενώ στην πραγματικότητα αδιαφορούσε για όσα προσπαθούσε να του μάθει . Δεν ήθελε μια ζωή γεμάτη ένταση και πολέμους . Μπορούσε να έχει πιο απλά πράγματα . Δεν ήθελε να είναι ο κυρίαρχος όλων , στο κέντρο της προσοχής κάθε στιγμή . Του αρκούσε να συμμετέχει στο έργο που λεγόταν ζωή .
Και η μητέρα του πάντα τον ενθάρρυνε στο να παραμείνει ένα ήρεμο και αθώο παιδί. Του έλεγε πως ο κόσμος έξω ήταν ένα πολύ κακό μέρος . Γεμάτος μεν όχθη τους ανθρωπους . Και χρειαζόταν κάποιος σαν αυτόν για να υπάρξει η ισσοροπια .
Όλα όμως άλλαξαν απότομα στα τέταρτα γενέθλια του . Ότι γνώριζε μέχρι τότε ανατράπηκε σε μια στιγμή .
Θυμόταν πως είχε σκύψει πάνω από την τούρτα του . Ο πατέρας του είχε καταφέρει να παρεβρεθει για πρώτη φορά στα γενέθλια του . Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος γι αυτό . Είχε κλείσει τα σκουρόχρωμα μάτια του έτοιμος να κάνει μια ευχή όταν ένας ισχυρός θόρυβος τον ανάγκασε να ανοίξει τρομαγμένος τα μάτια του. Δεν μπόρεσε να καταλάβει πολλά από όσα έγιναν έπειτα . Έβλεπε μόνο την μητέρα του στο πάτωμα . Χλωμή όσο ποτέ άλλωτε , αδύναμη .
Άνθρωποι μπήκαν και βγήκαν από το σπτιι , μόνο και μόνο για να επιστρέψουν ώρες αργότερα μαζί με τον πατέρα του , ο οποίος έδειχνε εκπληκτικά ήρεμος .
Τότε του ανακοίνωσαν πως η μητέρα του δεν θα ερχόταν ξανά στο σπτιι . Όταν τους ρώτησε γιατί δεν του απάντησαν μόνο του χαμογέλασαν θλιμμένα . Ο πατέρας του ήταν ξανά ανέκφραστος.
Ο μικρός Νίκολας θα καταλάβαινε πολύ αργότερα πως η μητέρα του δνε θα ερχόταν ξανά σπίτι επειδή είχε πεθάνει .
Στην ηλικία των τεσσάρων ωστόσο πίστευε πως έτσι θα είχε περισσότερο καιρό με τον πατέρα του . Μέγα λάθος . Εκείνος πλέον ερχόταν όλο και πιο σπάνια για να τον δει . Δνε μπορούσε λέει να τον πάρει μαζί του ήταν επικίνδυνα εκεί που δούλευε για ένα μικρό και αδύναμο παιδί οπως ήταν αυτος .
Και πάνω που όλα είχαν αρχίσει να βρίσκουν τους ρυθμούς τους , έμαθε πως είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό . Κατά 18 χρόνια μεγαλύτερο μάλιστα . Όταν είχε έρθει πρώτη φορά να τον δει στο σπίτι στο Παλέρμο ο Νίκολας τον κοιτούσε περίεργα , παγωμένα . Του πήρε καμπόσο χρόνο για να τον αποδεχτεί ως αδερφό του . Τον λέγανε Φρέντερικ και μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Αμερική . Γι αυτό δεν τον είχε γνωρίσει τόσα χρόνια .
Δεν του πήρε πολύ χρόνο μέχρι να δεθεί με τον μεγάλο του αδερφό . Τον έβλεπε σαν ήρωα , ήθελε να γίνει σαν εκείνον κάποια μέρα. Εκείνος ερχόταν δίπλα του κάθε φορά που μπορούσε . Κάθε εβδομάδα και όχι μια στο τόσο οπως ο πατέρας τους . Του έφερνε βιβλία και μάλιστα του είχε μάθει να διάβαζε ελάχιστα .
Ο μικρός ένιωθε τυχερός που η ζωή του είχε δώσει έναν τόσο καλό αδερφό. Δεν έβλεπε την ώρα μα μεγαλώσει για να δουλεύει μαζί του και μαζί με τον πατέρα τους .
Όμως σήμερα ο φερναρντο  δεν είχε εμφανιστεί. Του είχε υποσχεθεί πως μόλις γυρνούσε από το ταξίδι του στην ρωμη θα ερχόταν απευθείας σε εκείνον , θα του έφερνε μάλιστα και δώρα
Ο μικρός αδημονούσε για την στιγμή που θα καθόταν στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού , να ακούει για τις απίστευτες περιπέτειες του αδερφού του στηβ άλλη πλευρά της χώρας. Είχε μάθει πως θα παντρευόταν κιόλας . Κάποια όμορφη κοπέλα . Ήθελε να την γνωρίσει και εκείνη .
Γύρισε το κεφαλάκι του προς το μεγάλο παράθυρο . Ήταν σκοτεινά και έβρεχε . Την μισούσε την βροχή . Μισούσε να είναι μόνος στην βροχή . Ένιωθε απροστάτευτος . Ήθελε να ήταν εδώ ο Φρέντερικ οπως ακριβώς του είχε υποσχεθεί . Εκείνος θα του έλεγε πως ότι φοβόμαστε θα μπορούσε μόνο να μας βλάψει εάν δεν το αντιμετωπίζαμε . Και εκείνος θα ένιωθε απευθείας καλύτερα .
Όμως ο Φρέντερικ δνε είχε έρθει ακόμη . Θεωρούσε πως ο άσχημος καιρός τον έκανε να καθυστερεί τόσο . Είχε ακούσει στην τηλεόραση πως πολλοί δρόμοι είχαν κλείσει λόγο κινδύνου πλημμύρας . Η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να έχει θύματα από την ξαφνική καταιγίδα .
Δνε είχε όμως την παραμικρή ιδέα πως ο φρεντρικ δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά στην πόρτα του σπιτιού του και πως από τότε και έπειτα η ζωή του θα γινόταν πολύ χειρότερη

Femme fatale 2:the return Where stories live. Discover now