23 χρόνια πριν . Νάπολη , Νότια Ιταλία .
Άνοιξε τα μάτια του φοβισμένα . Ο χώρος γύρω του δεν είχε κανένα απολύτως ίχνος φωτός . Πως περίμεναν να επιβιώσει εκεί μέσα ; Το μισούσε το σκοτάδι , τους το είχε πει και εκείνοι δνε τον είχαν ακούσει . Πως να άκουγαν ένα 5χρονο αγόρι ; Δεν ήξερε καν ποιοι ήταν ακόμη , μόνο ότι μισούσαν τον πατέρα του . Όμως είχε εμπεδώσει πως αυτος ήταν νεκρός εδώ και μέρες . Όποτε τι ζητούσαν από τον ίδιο ; Μια ξαφνική ανησυχία τον κατέκλυσε . Και εάν ήθελαν να τον σκοτώσουν ; Όμως για ποιον λόγο τον κρατούσαν ακόμη εδώ και δνε είχα ν ξεμπερδέψει μαζί του από την πρωτη μέρα ;
Όλες αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν το παιδικό μυαλό του . Δεν μπορούσε να διανοηθεί τους σκοπούς εκείνων τώρα ανθρώπων.
Δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο επικεφαλής . Τα μόνα άτομα που έβλεπε συνεχώς αυτές τος μέρες ήταν τα ίδια με εκείνα που τον πήραν σχεδόν με την βία από το σπίτι του και τον έφεραν εδώ . Καθημερινά εμφανίζοντας τρεις φορές την ημέρα για να του δώσουν νερό , πιο σπάνια φαγητό . Όχι πως το είχε αγγίξει . Δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα . Ήταν κουρασμένος και φοβισμένος . Ήθελε να δει τα πρόσωπα από άτομα που γνώριζε , εύχονταν όσα του είχαν πει να είναι απλώς ένα τρομερό ψεμμα . Ο πατέρας του και ο αδερφός του να ζούσαν και βα εμφανίζονταν για να τον πάρουν από εκεί μέσα .
Όμως ποτέ δεν γινόταν , κάθε μέρα οι ελπίδες του γινόταν όλο και λιγότερες . Σύντομα θα έπαυε να πιστεύει πως θα γινόταν κάτι .
Μαζεύτηκε στην γωνία του στρώματος που του είχαν δώσει για να κοιμάται φέρνοντας τα γόνατα του πάνω στο υπόλοιπο σώμα του .
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ξανά από τα μάτια του . Το παιδικό του κορμί έτρεμε από το κρύο και τον φόβο . Φόβο για το άγνωστο της επόμενης μέρας . Αναρωτιωταν τι δεν είχε κάνει καλά στην ζωή του και το άξιζε όλο αυτό . Όσο θυμόταν προσπαθούσε πάντα να είναι καλός γιος τόσο για την μητέρα του όσο και για τον άκαρδο πατέρα του . Δεν έκανε σκανταλιές , ούτε παραβίαζε τους κανόνες . Δνε είχε κάνει λαν φίλους επειδή του το απαγόρεψαν , και μάλιστα χωρίς να διαμαρτυρηθεί για αυτό ούτε στο ελαχιστο .
Η πόρτα άνοιξε απότομα μπροστά του κάνοντας τον να τιναχθεί από την θέση του . Ένα κύμα φόβου τον κατέκλυσε . Οι δυο άντρες που είχε πλέον συνηθίσει μα βλέπει μπήκαν μέσα γελώντας . Ο Νίκολας παρατήρησε πως κρατούσαν κάτι στο χέρι τους , έμοιαζε με βέργα . Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα . Ασυναίσθητα μαζεύτηκε περισσότερο , πιστεύοντας πως έτσι θα κατάφερνε να προστατευτεί από ότι είχαν σκοπό να του κάνουν .
«Ξύπνησες σκάσμενο ;» Η φωνή του ενός τρύπησε τα αυτιά του . Ήθελε να ουρλιαξει .
Δεν τόλμησε να ανοίξει το στόμα του και να του απαντήσει . Δεν ήξερε εάν έπρεπε να το κάνει ή όχι .
«Σου μιλάω !» Ο μεγαλόσωμος άντρας τον κλωτσισε με δύναμη στα πλευρά του . Το μικρό αγόρι έβγαλε μια κραυγή πόνου , τα μάτια του δάκρυσαν για ακόμη μια φορά . Όμως κατάφερε να τα συγκρατήσει .
«Του κόπηκε η γλώσσα του ηλιθίου ;» Είπε ο άλλος κουνώντας την βέργα στον αέρα .
«Ίσως θα έπρεπε να του την κόψουμε εμείς , μια και καλή . Τι λες ;»
Οι δυο άντρες έσκασαν για ακόμη μια φορά στα γέλια , αγνοώντας πως το παιδί από κατω τους έτρεμε από τον φόβο του . Γιατί να νοιαστούν άλλωστε ; Αυτοί φαινόταν να βρίσκουν ευχαρίστηση από τον πόνο και τον τρόμο που του προκαλούσαν .
Σύντομα τα πρόσωπα τους έγιναν ξανά σοβαρά . Έσκυψαν από πάνω του πιάνοντας με δύναμη το μπράτσο του .
«Άντε σήκω ! Έχεις δουλειά να κανεις ! Ώρα να μας φανείς λίγο χρήσιμος!»
«Ναι άντε αρκετά χαζομεράς τόσες μέρες !»
Ο Νίκολας κατάφερε με δυσκολία να σταθεί στα πόδια του . Σίγουρα είχε αδυνατήσει αρκετά αφού είχε μέρες να φάει . Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και το ταβάνι πάνω απ Ότο κεφάλι του να γυρίζει δίχως έλεγχο . Προς έκπληξη του όμως δεν λυποθυμισε αλλά κατάφερε να ακολουθήσει αποτελεσματικά τους δυο άντρες έξω από το δωμάτιο του , στον μουχλοασμενος στενό διάδρομο από το οποίο είχε περάσει και λίγες μέρες νωρίτερα , όταν τον έκλεισαν για πρώτη φορά εκεί μέσα .
Προσπάθησε να πηγαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε , φοβούμενος ότι η αργοπορία του θα του κόστιζε ακόμη ένα χτύπησε με το χέρι ή την βέργα . Ήταν σίγουρα κάτι που δεν ήθελε να νιώσει .
Ανέβηκαν τις σκάλες και σύντομα βρέθηκε ξανά στο όμορφα διακοσμημένο σπίτι που είχε δει και την πρώτη μέρα κατά την άφιξη του . Τα μάτια του έπεσαν απευθείας πάνω σε ένα μικρό κορίτσι που κάποιοι άλλοι άντρες τραβούσαν οπως εκείνον προς τα πάνω . Τα ρούχα της έμοιαζαν φθαρμένα , σχεδόν σκισμένα , οπως και τα δικά του . Τα μεγάλα μάτια της είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα , θολώνοντας την όραση της τόσο πολύ που σχεδόν δεν τον είδε .
Προσπάθησε να της δώσει ένα καθησυχαστικό βλέμμα , παρότι και ο ιδιος γνώριζε πως κάτι κακό θα τους συνέβαινε σύντομα .
Το κορίτσι λίγο κατάλαβε από τις προσπάθειες του , ξεκίνησε να κλαίει και να αντιστέκεται προσπαθώντας να αποδράσει όταν οι δυο άντρες που την κρατούσαν την έριξαν με δύναμη στο πάτωμα χτυπώντας την δυνατά με την βέργα . Δεν άντεξε άλλο άγνοωντας τος διαταγές των δικών του φυλακών έτρεξε προς το μέρος του μικρού κοριτσιού , μπαίνοντας μπροστά της ως ασπίδα . Η βέργα χτύπησε πάνω στο δικό του κορμί . Ο πόνος ήταν τος ο έντονος που τα μάτια του δάκρυσαν για ακόμη μια φορά . Όμως προσπάθησε να μείνει δυνατός . Ήξερε πως έπρεπε να το προσπαθησει για εκείνο το κορίτσι .
Η μικρή άνοιξε γοβισμενη τα μάτια της αντικρίζοντας τον . Ξαφνιάστηκε . Εκείνο το αγόρι είχε μπει μπροστά της για να μην την χτυπήσουν . Ένα αίσθημα θαλπωρής απλώθηκε μέσα της . Και καθώς τα πρόσωπα τους ευθυγραμμίστηκαν του χαμογέλασε όσο περισσότερο μπορούσε .
Η στιγμή δεν κράτησε πολύ πι άντρες που τους κρατούσαν έπιασαν ξεχωριστά και τους δυο«Ανόητο αγόρι ! Τι νομίζεις πως θα κερδίσεις ; Το παίζεις ήρωας ; Θα μάθεις πως τα ηρωιλικια δεν θα σου προφέρουν τίποτα εδώ πέρα ! Μόνο σε μπελάδες θα μπαίνεις . Όποτε άρχισε να κοιτάς τον εαυτό σου και όχι τους άλλους .»
Του είπε ο ένας καθώς το ν τραβούσε με δύναμη προς τος σκάλες που ένωναν τον πρώτο με το δεύτερο όροφο .
Ο Νίκολας στάθηκε έξω από την βαριά ξύλινη πόρτα που είχε συναντήσει και την πρώτη μέρα που βρέθηκε εδώ . Σύντομα είδε και το άγνωστο κορίτσι να στέκεται πίσω του . Άπλωσε διστακτικά το παιδικό του χέρι για να πιάσει το δικό της . Το έσφιξε απαλά , θέλοντας να της πει πως όλα ήταν καλά .
Η πόρτα άνοιξε και τα παιδιά στρώθηκαν άτσαλα προς το εσωτερικό .
Ένας ηλικιωμένος άντρας καθόταν σε μια πολυθρόνα πίνοντας ένα καφέ υγρό . Τους κοίταξε χαμογελώντας σατανικά καθώς άφησε το ποτήρι σε ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα του .
«Οπως καταλάβατε δεν σας κρατάμε ζωντανούς εδώ πέρα για να είστε βάρος . Είναι καιρός να μάθετε κάτι χρήσιμο . Μην ανησυχείτε δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα . Δείτε το σαν έναν τρόπο για να εξασφαλίζετε το φαγητό σας και ένα μέρος για να κοιμάστε .»
Τα δυο παιδιά κοίταξαν το εάν το άλλο δίχως να μιλήσουν . Τι είχαν να πουν άλλωστε ;
Φαινόταν πως η μοίρα τους ήταν ήδη αποφασισμένη . Τώρα απλώς εμένα να δουν τι θα γινόταν .
«Χαίρομαι που δεν έχετε αντιρρήσεις . Ελπίζω να συνεργαστούμε καλά . Και μην τολμήσετε να προσπαθείσετε να αποδράσετε . Πιστέψτε με δεν θα σας αρέσει καθόλου .»
Το κορίτσι έσφιξε περισσότερο το χέρι του Νίκολας κάνοντας τον να την κοιτάξει . Έμπαιζε πραγματικά τρομοκρατημένη . Και ο ιδιος ήταν όμως για κάποιον λόγο κατάφερνε να το κρατήσει μέσα του .
«Τώρα θα σας εξηγήσω την πρώτη σας δουλειά . Δεν είναι δύσκολο . Θα πρέπει απλώς να βρείτε έναν τρόπο να μπείτε σε έναν χώρο και θα κλέψετε κάτι για εμάς .»
Τους είπε απολύτως φυσιολογικά αφηνοτας τα δυο παιδιά παγωμένα στις θέσεις τους .Αυτό το κορίτσι θα παίξει συμβατικό ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτήρα του Νίκολας .... ας πούμε πως εξαιτίας τις θα γίνει ένα τέρας .... και εξαιτίας των όσων θα τον αναγκάσουν να κάνει ...
Δεν θα ανεβεί άλλο κεφάλαιο μέχρι την το Σάββατο . Αποφάσισα μέσα στην εβδομάδα να παίρνω δυο μέρες για διαλλειμα θα σας ενημερώνω από πριν γι αυτό 😅
Απολαύστε το κεφάλαιο φιλάκια 😘😘
DU LIEST GERADE
Femme fatale 2:the return
Romantik«Σε εμπιστεύτηκα . Σου έδωσα τα πάντα . Αψηφησα τους γονείς μου γι αυτό . Για να ειμαι μαζί σου . Πίστεψα σε εσένα , σε εμάς , σε αυτό που είχαμε . Γιατί μου το κανεις αυτο ;» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά . Ένα σατανικο χαμόγελο . Ποτέ άλλωτε δεν τον...