Κεφάλαιο 20

90 18 11
                                    



                                         Θόας             

Ήταν πρωί Σαββάτου πρώτης Μαΐου σύμφωνα με το ημερολόγιο και σηκώθηκα παραδόξως ευδιάθετος μετά από το τελευταίο βράδυ στην οροφή της σχολής. Η Αντιγόνη ξύπνησε και αυτή μαζί με εμένα αλλά παρέμενε ξαπλωμένη χουζουρεύοντας και κοιτώντας τις κινήσεις μου στην μικρή κουζίνα. Χαμογελούσε
Ετοίμασα ένα γρήγορο πλούσιο πρωινό μαζί με καφέ για δύο και επέστρεψα κάτω από τα σκεπάσματα
Την παρατηρούσα που έτρωγε σαν γουρουνάκι και μου έφτιαχνε περισσότερο την διάθεση

«Λοιπόν τι λες να κάνουμε σήμερα;» ρώτησα χαρούμενα

«Διακοπές!» φώναξε ενθουσιασμένη!

«Τυχαίνει να γνωρίζω το κατάλληλο μέρος αγαπητή μου!»

«Ώ και που είναι αυτό;»

«Στην οροφή αυτού εδώ του κτιρίου!» είπα και άρχισα να γελάω με τις κινήσεις που έκανε η Αντιγόνη ότι δήθεν θα με χτυπούσε! «Οκ σοβαρά τώρα. Είδα στον χάρτη ένα μικρό χωριό 325 χρονών! Από την εποχή που τα σπίτια φτιαχνόντουσαν ακόμα από πέτρα και απέχει δυόμισι ώρες από εδώ»

«Φύγαμε!» αναφώνησε αυτή ενθουσιασμένη και κατευθείαν σηκώθηκε σαν σίφουνας μαζεύοντας πράγματα σε ένα μέρος και κάνοντας όλο το υπόλοιπο δωμάτιο άνω κάτω

Τα αποτελέσματα ήταν δύο σάκοι γεμάτοι πράγματα οπού και ήθελε να κουβαλήσω!
«Μία ημέρα φεύγουμε μόνο!» είπα διαμαρτυρόμενος

«Σούτ... Τα απαραίτητα έβαλα μόνο!»

«οκ άντε πάμε...»
Δεν χρειαζόταν να περάσουμε από το οπλονομίο. Τα μικρά εξωτερικά κομμάτια της ψυχής μας ήταν μονίμως επάνω μας

                                                        ⚡ 🌀 ⚡

Κρατούσα το σκάφος χαμηλά. Το διαφανές υλικό που ήταν κατασκευασμένο μας έκανε να έχουμε ξεκούραστη οπτική επαφή με τα πάντα γύρω μας. Διαφανές αλλά ιδικά σχεδιασμένο για να παρέχει προστασία από κάθε είδους ακτινοβολίες. Βλέπαμε αλλά δεν μπορούσαν να μας δουν και ήταν και εντελώς αθόρυβο. Καινούργιο μοντέλο και μόνο για δύο άτομα
«Αλήθεια είπες σε κανέναν που πάμε;» ρώτησε κάποια στιγμή η Αντιγόνη.
«Σιγά μην τους δώσουμε και αναφορά» θυμάμαι είχα απαντήσει και το μωρό μου γελούσε αποκαλώντας με τρελό
Τώρα το μετάνιωνα...
Ο προορισμός που πηγαίναμε ήταν μέσα στις φλόγες... Ολόκληρες οροφές είχαν καταρρεύσει! Μεγάλη πυρκαγιά ήταν σε εξέλιξη
Κάτοικοι έτρεχαν πέρα δώθε κουβαλώντας νερό με ότι μέσο διέθεταν και φωνάζοντας ο ένας στον άλλον
Πέτρινοι τοίχοι σπιτιών ήταν μαύροι και άδειοι

Όλοι πάγωσαν μόλις μας είδαν
Σταμάτησαν ότι έκαναν και μας κοιτούσαν καθώς πλησιάζαμε
Μερικοί θαρραλέοι έσκυψαν σηκώνοντας πέτρες και άρχισαν να μας τις πετάνε!
Και εμείς θέλαμε μόνο να βοηθήσουμε...
Πέτρες που συνέχιζαν να έρχονται βροχή από αγανακτισμένους ανθρώπους

-Σταματήστε! Άρχισα να φωνάζω και κατευθείαν πλησίασα τον κοντινότερο προς τα εμάς πιάνοντας του το χέρι και ακινητοποιώντας το στον αέρα! Αυτός άρχισε να ουρλιάζει και προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι δεν θέλαμε το κακό τους. Η Αντιγόνη πλησίαζε και αυτή με τα χέρια προς τα πάνω ως ένδειξη ότι δεν ερχόμασταν με εχθρικές διαθέσεις

-Δεν θέλετε το κακό μας γι' αυτό μας έχετε κάψει τρεις φορές... είπε με λυγμούς ο γέρος και κατευθείαν έπεσε στα γόνατα αφήνοντας τα δάκρυα του να κυλήσουν ελεύθερα...
Έμεινα εκεί να του κρατάω το χέρι μη ξέροντας τι άλλο να κάνω...
Η Αντιγόνη κοιτούσε το πλήθος με απορία
-Ποιος έβαλε τις φωτιές; Ρώτησε απαλά

-Η αυτοκρατορία! Απάντησε οργισμένος ο γέρος

-Μα καλά... Γιατί; Φώναξα ξαφνιασμένος

-Μας διέταξαν να αφήσουμε τα σπίτια μας και να ενταχθούμε στις άρρωστες κοινότητες τους... Και σας ρωτώ... Πώς μπορούμε να αφήσουμε τα σπίτια που μεγαλώσαμε; Πώς μπορούμε να φύγουμε από τα σπίτια που οι πρόγονοι μας έχτισαν με τόσο κόπο; Πώς; Μπορείτε να μου πείτε; Και η φωνή σταμάτησε... Ο υπερήλικας έκλαιγε σπαρακτικά στο έδαφος κτυπώντας το χέρι του κάτω..

-Αυτό είναι άρρωστο! Φώναξε η Αντιγόνη θυμωμένη

-Όχι αν σκεφτείς ότι κάτω από το χωριό υπάρχει μικρή συσσώρευση νερού που ξαφνικά οι άρχοντες του τόπου αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν... είπε ένας νεαρός που ξεχώρισε από τους υπόλοιπους και βγήκε μπροστά

Οδεύοντας προς την τρίτη Ιουνίου [Ολοκληρωμένο]Où les histoires vivent. Découvrez maintenant