Κεφάλαιο 36

76 14 17
                                    


                                                   Ιππομένης              

Το ήξερα ότι γνώριζα την τοποθεσία μετάδοσης αλλά δεν περίμενα να δω με τίποτα αυτό το χάος...          "Κάτι απροσδιόριστο εισήλθε προκαλώντας χάος στην αρένα και το σήμα χάθηκε" έλεγε η αναφορά από την βάση προς εμένα, την Κασσιόπη και την Καλυψώ και μπορώ να πω με σιγουριά πως η λέξη χάος ήταν μικρή για να περιγράψει αυτό που βλέπαμε!   "...Η Κασσάνδρα είναι νεκρή" συνέχιζε η αναφορά με λόγια που αδυνατούσα πιστέψω

Ένας τεράστιος κρατήρας φαινόταν από μακριά. Συντρίμμια απλωμένα μέσα στο δάσος για εκατοντάδες μέτρα. Το μισό τριώροφο κυκλικό κτίριο της σχολής απλά έλειπε από την θέση του. Μαζί έλειπε και ένα μέρος του λαβύρινθου από το κέντρο με τα υπέροχα σπάνια άνθη και τις περίτεχνες πανάρχαιες πέτρες που τον κοσμούσαν. Το κομμάτι που στεκόταν όρθιο έδειχνε σε άθλια κατάσταση, το ίδιο και ο υπόλοιπος πρώην λαβύρινθος... Διάτρητο από παντού, έτοιμο λες να καταρρεύσει από λεπτό σε λεπτό, μετά βίας συγκρατούσε τον εαυτό του...

Αναπτύξαμε ταχύτητα και ορμήσαμε μέσα στον κρατήρα όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε

Στην αρένα δύο σκιές πάλευαν...

Αναγνώρισα τον στρατηγό Βουράκη στο πρόσωπο της μιας σκιάς αν και ήταν λίγο αλλαγμένος

Η δεύτερη σκιά αποκλείεται έλεγα να είναι άνθρωπος

Εντοπίσαμε την Κασσάνδρα αρκετά μακριά τους και προσγειωθήκαμε δίπλα της. Τα φτερά μας μαζεύτηκαν. Τα δύο τέρατα συνέχιζαν να παλεύουν μη δίνοντας σημασία σε εμάς... Ο Βουράκης πέταξε ένα πυροβόλο μακριά βρίζοντας. Οι σφαίρες δεν περνούσαν την κόκκινη αύρα που κάλυπτε το σώμα του άλλου τέρατος. Το δεξί χέρι του στρατηγού αναβόσβηνε έντονα με ένα μπλε φως να εκπέμπεται από αυτό. Η Αταλάντη σήκωσε την Κασσάνδρα που ήταν ακόμα ζωντανή αν και πολύ βαριά πληγωμένη και ήταν έτοιμες να φύγουν. Το κόκκινο τέρας είχε κάτι οικείο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω... Τις άφησα να φύγουν και εγώ έμεινα εκεί. Η περιέργεια είχε νικήσει

- Περιόρισα το θηρίο μέσα σου, εύκολα, δύο φορές στο παρελθόν... Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα δυσκολευτώ την τρίτη Ορέστη; Φώναξε έξαλλος ο Βουράκης και καμπανάκια άρχισαν να βαράνε μέσα μου! Το πλάσμα που είχα μπροστά μου ήταν ο Ορέστης; Αδύνατον!

Άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους!

- Μείνε εκεί που είσαι! Φώναξε με την σειρά του ο υποτιθέμενος Ορέστης, προς εμένα αυτή την φορά, με φωνή που ήταν βγαλμένη από την ίδια την κόλαση... Η Κόκκινη κολασμένη αύρα επεκτάθηκε σαν φυσική συνέχεια της δαιμονισμένης φωνής. Με χτύπησε απίστευτα δυνατά! Εκτοξεύτηκα προς τα πίσω! Ο τοίχος, η άκρη της αρένας, εκεί που πριν ήταν κοιτώμενη η Κασσάνδρα λίγο πριν σαν τραγική ειρωνεία, με σταμάτησε
Το πλάσμα γύρισε προς τον κανονικό του αντίπαλο ξεχνώντας με αμέσως. Το χέρι του απλώθηκε. Έπιασε τον Βουράκη από τον λαιμό και τον σήκωσε ψιλά στον αέρα. Η κόκκινη αύρα τύλιξε τον λαιμό και προχωρούσε αργά προσπαθώντας να καλύψει ολόκληρο το σώμα του θύματος. Ο στρατηγός έπιασε με το δεξί του χέρι το αριστερό του Ορέστη. Η αύρα άρχισε να χάνει το χρώμα της και ξαφνικά άναψε ακόμα περισσότερο! Κόκαλα ακούστηκαν να σπάνε! Ο Λαιμός του πρώην καθηγητή μου συνθλιβόταν! Τα μπλε σχέδια έσβησαν. Η αύρα κάλυψε όλο το άμοιρο σώμα. Το πρόσωπο του Βουράκη ριτίδιαζε. Το σώμα του ζάρωνε. Απόλυτος τρόμος φαινόταν στα μάτια του. Όταν επιτέλους το χέρι άνοιξε έπεσε νεκρός στο έδαφος. Ένα σακί από κόκαλα. Σαν πάνινη κούκλα. Άδειος κυριολεκτικά εσωτερικά με το κατάλευκο δέρμα να ολοκληρώνει την εικόνα... Αμέσως μετά κατέρρευσε και ο Ορέστης! Όχι νεκρός... Με τα μάτια ανοιχτά! Το σώμα του έτρεμε... Ήμουν από πάνω του και του μιλούσα... Δεν έδειχνε σημάδια ότι με αντιλαμβανόταν! Τα μάτια του ήταν κενά... Το κόκκινο ματωμένο περίβλημα απορροφήθηκε από τους πώρους του σώματος του. Σώμα που άλλαζε. Είχε ξανά την ανθρώπινη γνώριμη φυσιολογική υπόσταση του. Τα μάτια του έκλεισαν...

Οδεύοντας προς την τρίτη Ιουνίου [Ολοκληρωμένο]Where stories live. Discover now