Κεφάλαιο 49

113 13 38
                                    



                                                Καλυψώ              


Το χωρίο ήταν κοντά. Προσγειώθηκα στο κέντρο του· εκεί, ανάμεσα στα χαλάσματα...
Η εξύψωση στο τελευταίο επίπεδο άνοιξε πόρτες που ήταν κλειστές πολύ καιρό και το σώμα μου είχε πλημυρίσει από οργή· εκεί που κάποτε κυριαρχούσε η γαλήνη...

Συναισθήματα σαν τεντωμένες χορδές που έπαιζαν μουσική! Έντονη μουσική... Ηλεκτρικές κιθάρες να βαράνε με μανία σε μια τρελή αρμονική συγχορδία!

Τα στάσιμα χαλάσματα λουσμένα με το νερό της βροχής έδιναν τον τόνο της γαλήνης σε ένα μέρος που ο πόνος, κάποτε, το είχε σαρώσει από άκρη σε άκρη... Τώρα το χωρίο στεκόταν απλά όρθιο προσπαθώντας να ζήσει με τις πληγές του. Υπερήφανο και αγέρωχο

Προχώρησα προς το κτίριο που με είχε φιλοξενήσει ως την ηλικία των πέντε ετών. Το μόνο χωρίς εμφανή εξωτερικά σημάδια... Οι πληγές ήταν μόνο εσωτερικές εδώ

Ο εξωτερικός τοίχος της αυλής, κρυμμένος στο πίσω μέρος τους κτιρίου, εκεί που οι εκτελέσεις τελέστηκαν και οργίασαν στα αυτιά μου... Δεν με είχαν αφήσει να δω... Στον κόσμο της φαντασίας η εικόνα είχε πλαστεί και με στοίχειωνε υποσυνείδητα ξανά και ξανά μέσα στα όνειρα μου...
Παρόλο που η αυτοκρατορία είχε σβήσει τις αναμνήσεις μου η μορφή τους δεν είχε εξαλείφει... Χωρίς να γνωρίζω, οι άγνωστες ως τώρα μορφές με καθοδηγούσαν σε αυτή ακριβώς την στιγμή. Το θηρίο μέσα μου κοιμόταν για υπερβολικά πολύ καιρό!

Η πόρτα ήταν ανοιχτή

Μια γερόντισσα, η γιαγιά, που με είχαν αναγκάσει να ξεχάσω, όρμησε μέσα και άρπαξε ένα μικρό κοριτσάκι από την μέση. Οι δύο φιγούρες χάθηκαν στο επόμενο δωμάτιο

Μια γυναίκα, η μητέρα μου, ούρλιαζε φωνάζοντας το όνομα του πατέρα μου μέσα από έναν χώρο που θυμόμουν ότι ήταν η κουζίνα

Πατέρας που έμπαινε μέσα στο σπίτι κρατώντας μια αρχαία καραμπίνα...

-Παραδώστε το επικίνδυνο τερατούργημα της έκλειψης και δεν θα σας πειράξουμε, είπε μια αντρική φωνή μέσα από μια συσκευή που πολλαπλασίαζε τον ήχο και οι φωνές των κατοίκων αυτού του χωριού ενώθηκαν μαζί της...

«θέλουν το παιδί μας! Ω θεές μου τι θα κάνουμε;» φώναζε η μητέρα μου παρανοϊκά

«Θα περάσουν πάνω από το πτώμα μου...» έλεγε ο πατέρας μου οπλίζοντας την καραμπίνα του με φυσίγγια που είχε βγάλει από ένα συρτάρι

Οδεύοντας προς την τρίτη Ιουνίου [Ολοκληρωμένο]Où les histoires vivent. Découvrez maintenant