Κεφάλαιο 32

62 14 12
                                    


                                                            Ορέστης              

Οι μέρες περνούσαν χωρίς σημασία σαν σταματημένες. Η γη ρουφούσε το νερό που έπεφτε πάνω της σαν από θαύμα με μανία. Δεν μπορούσα να βρω την καρδιά που αποκόπηκε από το νησί, λίγο πριν την πτώση του, όσο και να έψαχνα...

Είχε χαθεί για τα καλά μαζί με την τελευταία μου ελπίδα να δω εκείνη ζωντανή

Στεκόμουν στην κορυφή ενός βουνού, πάνω σε έναν βράχο, αφήνοντας την βροχή να ξεπλύνει τον εσωτερικό μου κόσμο που είχε βρομίσει από σκέψεις... Σκέψεις άρρωστες... Θα εκδικιόμουν όλους έκαναν συντρίμμια την ζωή μου έλεγα ξανά και ξανά αποφεύγοντας να ρίξω το βάρος πάνω μου... Καταβάθος ήξερα πως έφταιγα

Η Κασσάνδρα είχε πάρει όλη την αποστολή επάνω της. Δεν έτρεξα να προσφέρω βοήθεια όταν ένιωσα τον χρόνο να κυλάει επικίνδυνα... Η πίστη μου στις δυνάμεις της με κράτησε πίσω και αυτό ήταν λάθος

Δεν είχα ιδέα τι μέρα ήταν. Δεν είχα ιδέα τι έκαναν οι άλλοι πίσω στην βάση. Είχε σταματήσει να με απασχολεί. Η Αυτοκρατορία είχε πάρει τα πάντα από εμένα. Η Αυτοκρατορία ολόκληρη και όχι μόνο ο στρατηγός Βουράκης θα το πλήρωναν αυτό με αίμα

Σηκώθηκα όρθιος. Το νερό κυλούσε πάνω στο γυμνό από την μέση και πάνω δέρμα μου παγώνοντας το αλλά η οργή έκαιγε ακόμα μέσα μου. Τα φτερά μου άνοιξαν. Το δέρμα μου άρχισε να γίνετε μαύρο και δυνατό σαν πέτρα. Το νερό σταμάτησε να πέφτει έμεινε μετέωρο στον αέρα γύρω μου σαν να περίμενε για κάτι. Οι γυμνές πατούσες μου μεγάλωσαν στην ίδια απόχρωση και σκληρότητα. Η όραση μου αυξήθηκε. Τα φίδια στις λαβές των σπαθιών μου καλωσόρισαν την αλλαγή συρίζοντας και έφυγα αναπτύσσοντας ταχύτητα που δεν είχα ακουμπήσει πότε ξανά

Στο μυαλό μου είχα μόνο έναν προορισμό και ήταν αρκετά μακριά αλλά η ταχύτητα μου, μου επέτρεψε να τον φτάσω αρκετά γρήγορα

Το κέντρο της σχολής που είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια ήταν άδειο

Ο λαβύρινθος με τους πράσινους τοίχους και τα θεόρατα αναρριχητικά φυτά ήταν ο πρώτος που ένιωσε την μανία μου

Η ουρά μου σάρωσε τα πάντα φυτά και πανάρχαιες πέτρες ήταν συντρίμμια στο έδαφος

Με ένα άλμα ανέβηκα στον τρίτο όροφο του στρογγυλού κτιρίου. Τα σπαθιά μου ξεγυμνώθηκαν. Η επαφή του σκληρού δέρματος με τις αλυσίδες ήταν ονειρική. Τα φίδια εισχώρησαν μέσα μου και τράφηκαν από την οργή μου. Οργή που μεγάλωνε. Αίθουσες, τοιχία, διάδρομοι ισοπεδωνόντουσαν. Όταν έκλεισα τον κύκλο κατέβηκα στο δεύτερο όροφο και μετά στον πρώτο... Όροφος, όροφος γινόντουσαν όλα ένα συνονθύλευμα στην μέση του κυκλώνα...

- Α824 αν έχεις την καλοσύνη, άφησε τα παιχνιδίσματα και τσακίσου και έλα στην υπόγεια αρένα! Φώναξε μια γνώριμη φωνή μέσα στο κεφάλι μου

-Βουράκη! Ανταπέδωσα όσο πιο άγρια μπορούσα και το έδαφος έγινε κομμάτια! Περνούσα ένα ένα τα επίπεδα με τον πιο γρήγορο τρόπο. Γνώριζα ότι ήταν παγίδα αλλά στο μυαλό μου ο στρατηγός ήταν ήδη νεκρός

-Επιτέλους! Φώναξε αυτός σαν τρελός όταν διέλυσα την οροφή του τελευταίου επιπέδου -Τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε! Και όλα τα φώτα μονομιάς άναψαν. Χιλιάδες κόσμος καθόταν στις εξέδρες χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Ο Βουράκης στεκόταν όρθιος μόνος του σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα και προσγειώθηκα διπλά του. Κατευθείαν χτύπησε τα χέρια του και η αρένα καλύφτηκε με ενεργειακό πεδίο
-Κοίτα κάτω αγαπημένε μου μαθητή είπε με λατρεία και η Κασσάνδρα άρχισε να εισέρχεται σε αυτήν με σταθερά γεμάτα υπερηφάνεια βήματα

Οδεύοντας προς την τρίτη Ιουνίου [Ολοκληρωμένο]Where stories live. Discover now