Κεφάλαιο 39

78 14 28
                                    



                                              Ορέστης              

Στεκόμουν στην άκρη της αβύσσου προσπαθώντας να σώσω κομμάτια από τον εαυτό μου. Έβλεπα τις αναμνήσεις μου να χάνονται και ήταν κάτι που είχα ξαναπάθει

-Είναι προετοιμασία Ορέστη... Αστές να κυλήσουν από μέσα σου! Μην το παλεύεις... είπε μια φωνή που έμοιαζε με την δικιά μου αλλά συνάμα και τόσο ξένη με αυτή την παράξενη χροιά που έδειχνε σοφία

-Ποιος είσαι; Ρώτησα μπερδεμένος

-Εγώ είμαι εσύ και εσύ είσαι εγώ! Μια ψυχή, μη ολοκληρωμένη

-Μιλάς πάντα με γρίφους; Αν δεν έχεις κάτι ουσιώδες να πεις καλύτερα να φύγεις... Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια

-Εγώ και εσύ Ορέστη σχηματίσουμε ένα σύνολο παλιότερο και από τον χρόνο τον ίδιο! Άφησε τον εαυτό σου να αδειάσει και ενώσου μαζί μου... Με χρειάζεσαι για την μάχη που έρχεται!
Ύψωσε την φωνή του στις τελευταίες λέξεις με έναν τόνο απειλητικό που μου πήρε λίγο χρόνο να επεξεργαστώ

-Εγώ δεν χρειάζομαι κανέναν! Φώναξα στον αόρατο εχθρό μου, όπως κατέληξα και κατευθείαν άπλωσα τα χέρια μου. Αμέσως ένιωσα την ζεστασιά των δύο καλών μου φίλων. Τα δίδυμα σπαθιά εμφανίστηκαν για να βοηθήσουν ακόμα και σε έναν κόσμο σαν αυτόν

-Αλήθεια θέλεις να το κάνεις αυτό; Ρώτησε η φωνή οργισμένη και μια λάμψη εμφανίστηκε απέναντι μου -Είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλον θα πάρω το σώμα σου... Δικαιωματικά μου ανήκει και περίμενα υπερβολικά πολύ για αυτή την στιγμή!  είπε και απέκτησε υλική υπόσταση. Το πλάσμα ήταν δίποδο. Με χέρια και πόδια. Μεμβράνες κάλυπταν τις αρθρώσεις του. Το δέρμα του είχε μαύρη απόχρωση και αντανακλούσε κομμάτια από εμένα σαν καθρέπτης. Το πρόσωπο του ήταν περίεργο στην φαντασία μου το έβλεπα να πλησιάζει πιο πολύ με φίδι αν και εμβάθυνε ελάχιστα προς τα έξω. Δύο τεράστιοι κοπτήρες αποκαλυπτόντουσαν στο στόμα του. Στόμα που άνοιξε υπερβολικά πολύ σαν να δοκίμαζε τις αντοχές του. Η ουρά του πλάσματος χτύπησε δυνατά και απειλητικά πάνω στα βράχια. Κόκκινο υγρό σαν αίμα άρχισε να βγαίνει από τους πόρους του δέρματος του και να τυλίγει στο σώμα του. Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν, κόκκινα και έντονα   –Εγώ είμαι εσύ αλλά είναι άδικο για εσένα. Κουβαλάω εμπειρία χιλιάδων ετών και εσύ μετράς μόλις 24 χρόνια... Άδικο, άδικο για εσένα μικρέ εαυτέ μου! Φώναξε τελειώνοντας την φράση του και όρμησε αμέσως πάνω μου! Η δύναμη του χτυπήματος ήταν απίστευτη! Έπεσα η μάλλον προσγειώθηκαν ανώμαλα 30 με 40 μέτρα πίσω με το σώμα μου να κατρακυλάει πάνω στα βράχια αφήνοντας ματωμένες γραμμές... Τα σπαθιά ήταν ακόμα στα χέρια μου και σύριξαν θυμωμένα. Ένιωσα τον θυμό τους να κυλάει μέσα μου
Στάθηκα όρθιος ηρεμώντας τους παλμούς της καρδιά μου
Φτερά βγήκαν πίσω μου
Το σώμα μου έγινε ισχυρότερο
Το δέρμα μου άλλαξε
Μαύρο και σκληρό σαν πέτρα
Επέτρεψα στον εαυτό μου να ανέβει στο τρίτο επίπεδο όπως είχα διδαχτεί
Η Γη από κάτω ούρλιαζε
Η άβυσσος με καλούσε
Το πλάσμα προχωρούσε αργά στα σκουρόχρωμα βράχια γελώντας
Από πάνω μας ακουγόντουσαν βροντές
Καταιγίδα ερχόταν με ταχύτατους ρυθμούς
Τα σύννεφα ήταν ηλεκτρισμένα και επηρέαζαν την γεύση στον αέρα
Χαμήλωσα τα σπαθιά προς τα κάτω και άφησα το σώμα μου να χαλαρώσει περισσότερο. Το πλάσμα ανέπτυξε ταχύτητα και ερχόταν κατά πάνω μου για δεύτερη φορά! Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τις υπόλοιπες αισθήσεις μου να δουλέψουν. Το πλάσμα δεν πατούσε στο έδαφος. Νύχια και δόντια κατευθυνόντουσαν προς τα εμένα. Άνοιξα τα μάτια μου. Ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά. Οι λεπίδες γύρισαν στον αέρα. Τα φτερά ανοιγόκλεισαν δίνοντας ορμή και αποφασιστικότητα στο σώμα μου. Μια αστραπή έσκισε τον αέρα την ίδια στιγμή που το ένα σπαθί έκοβε το ένα του χέρι. Το δεύτερο σπαθί καρφώθηκε στο στήθος του. Η Κόκκινη αύρα απορροφιόταν από τις λεπίδες της κόλασης μέχρι που χάθηκε τελείως... Αύρα από αίμα που έγινε ενέργεια. Ενέργεια που διείσδυσε μέσα μου
Έσκυψα από πάνω του...  -Η εμπειρία σου προφανώς δεν ήταν αρκετή...  ψιθύρισα την ίδια στιγμή που δάγκωσα τον λαιμό του! Λευκό υγρό άρχισε να κυλάει από τις ανοιχτές πληγές του. Τα φτερά μου κάλυψαν τα σώματα μας. Τα δόντια μου εισχώρησαν πιο βαθειά μέσα στην σάρκα του. Το κομμάτι αποκόπηκε και τα φτερά μου άνοιξαν αφήνοντας το αξιοθρήνητο πλάσμα να τραβηχτεί πίσω ουρλιάζοντας παράλληλα με εμένα... Μόνο που εγώ ούρλιαζα από ευχαρίστηση! Ο λαιμός του είχε ένα τεράστιο κενό που προσπαθούσε να καλύψει με το καλό του χέρι
Κατάπια το κομμάτι σχεδόν αμάσητα και άρχισα να κάνω βήματα προς το μέρος του γελώντας
Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν γέλιο τρέλας
Τα φιδίσια μάτια του περίεργου εαυτού μου ήταν γουρλωμένα-τρομοκρατημένα
Έκανε βήματα πίσω συρίζοντας, φωνάζοντας, την λέξη "Αδύνατον" υπερβολικά πολλές φορές και απίστευτα γρήγορα!  Έδινε μια νότα μουσικής σε αυτή την μουντή ατμόσφαιρα...  Τα σπαθιά στριφογύρισαν ακόμα μια φορά απαλά και απειλητικά στον αέρα. Το χαμόγελο έγινε πιο έντονο. Το επόμενο δευτερόλεπτο βρισκόμουν δίπλα του. Δεν πρόλαβε ούτε καν να ουρλιάξει. Τα σπαθιά συμπεριφέρθηκαν σαν χασαπομάχαιρα και εγώ γελούσα! Γελούσα και έτρωγα ότι υπήρχε από αυτόν...  Είχα πέσει στα γόνατα και καταβρόχθιζα τον ίδιο μου τον εαυτό χάνοντας κομμάτια από εμένα!  Γευόμουν κομμάτια αυτού χωρίς σταματημό...  Ανεξέλεγκτα...  Τα φτερά μου είχαν φτιάξει ένα είδος κουκουλιού απομόνωσης.  Πάνω στα βράχια είχε σχηματιστεί μια τεράστια λευκή λίμνη.  Λευκό υγρό που κυλούσε και ανάμεσα στα δόντια μου καθώς μασούσα την ωμή σάρκα...
Το φαγοπότι τελείωσε
Σηκώθηκα όρθιος και απομακρύνθηκα
Τα φτερά μαζεύτηκαν
Το σώμα μου επανήλθε στην κανονική του μορφή έστω και αν δεν είχα ιδέα τι ήταν η λέξη "κανονικό" πλέον. Έκλεισα τα μάτια μου και τα ξανά άνοιξα

Βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο
             Πάνω σε ένα μεγάλο μεταλλικό κρεβάτι
                                      Η Ηλέκτρα κοιμόταν δίπλα μου
Το γυμνό της δέρμα ήταν απλωμένο πάνω στο δικό μου
   Το χέρι της ακουμπούσε στο σημείο που ήταν η καρδιά μου
                                   Ψυχή δεν υπήρχε στο υπόλοιπο κτίριο γύρω μας


Οδεύοντας προς την τρίτη Ιουνίου [Ολοκληρωμένο]Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon