Άρχισα να περπατάω και να περνάω μέσα από δρόμους γεμάτους από ανθρώπους για να νιώθω ασφάλεια. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Οι δρόμοι είναι πολύ φωτεινοί από τα φώτα της πόλης αλλά και από τις πινακίδες των μαγαζιών. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο.
"Πας κάπου;" άκουσα κάποιον να ρωτάει κάποιον. Γύρισα το κεφάλι μου για να δω.
"Σε ρώτησα κάτι. Δεν θα απαντήσεις;" είπε ο Γιώργος καθισμένος στην μηχανή του. Χαμογέλασα αμέσως.
"Ναι προσπαθώ να πάω σπίτι μου." απάντησα.
"Ανέβα!" Έμεινα για λίγο ακίνητη. Περπάτησα πριν το μέρος του και με το χέρι μου έδειξε να ανέβω στην μηχανή του. Ανέβηκα αλλά με την βοήθεια του. Τον παρατηρούσα καθώς ανέβαινα στην μηχανή. Το πρόσωπο του φαινόταν γαλήνιο και ήρεμο. Χαμογελούσε. Ανέβηκε και αυτός. Πριν καν ξεκινήσει τον έπιασα από την μέση και τον έσφιξα μάλιστα. Από τον καθρέπτη είδα να σχηματίζεται ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του.
"Φόρα το κράνος μου." είπε και μου το έδωσε. Το φόρεσα. Ξεκίνησε. Τον κοίταζα. Το πρόσωπο του είναι καλοσχηματισμένο, με γωνίες. Η μύτη του καλοσχηματισμένη, με ένα κρικάκι στην αριστερή πλευρά. Κάποιες τούφες έπεφταν στο μέτωπο του και στα μάτια του. Στον λαιμό πολλά τατουάζ. Μπόρεσα να διακρίνω ένα φίδι και ένα μεγάλο τριαντάφυλλο με αγκάθια.
"Αυτός δεν είναι ο δρόμος για το σπίτι μου."
"Το ξέρω."
"Που πάμε;"
"Σε νοιάζει;"
"Όχι." δεν ξέρω πως μπόρεσα να πω 'όχι', πάω κάπου με τον Γιώργο με βάρκα την ελπίδα. Μετά από 20 λεπτά οδήγησης σταμάτησε. Σταμάτησε μπροστά από ένα πάρκο. Όχι καλύτερα από ένα πάρκο-δάσος.
"Τι είναι εδώ;"
"Είναι το αγαπημένο μου μέρος. Έρχομαι όταν δεν είμαι πολύ καλά."
"Μόνο; Δεν φέρνεις και καμία;"
"Όχι, είσαι η πρώτη που φέρνω."
"Μάλιστα." είπα αρκετά σιγανά. Η προηγούμενη ερώτηση ήταν πολύ αδιάκριτη, δεν μίλησα εγώ αλλά η ζήλεια. Άρχισε να προχωράει. Τον ακολούθησα. Κάτσαμε κάτω από ένα τεράστιο δέντρο. Ακριβώς από πάνω μας έλαμπε το φεγγάρι. Ήμασταν σιωπηλοί.
"Έμαθα ότι έριξες άκυρο στον Διονύση."
"Ναι εγώ στο είπα."
"Ναι αλλά μου το επιβεβαίωσε και ο Διονύσης."
"Του το είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα."
"Το ξέρω. Μπορώ να πω ότι το πήρε αρκετά καλά αλλά θα πάρει τις αποστάσεις του."
"Ναι εγώ του το πρότεινα."
"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον απέρριψες."
"Και αυτό σου το έχω απαντήσει."
"Πότε; Δεν θυμάμαι."
"Θυμάσαι."
"Ε, ξαναθυμισε το."
"Σου είπα ότι το φιλί μας δεν ήταν ένα απλό φιλί. Σήμαινε πολλά."
"Άρα, που θες να καταλήξεις;"
"Γιατί θες να με κάνεις να σ'το πω;"
"Είναι ωραίο να το ακούς από τον άλλον."
"Μάλλον είμαι ερωτευμένη με κάποιον. Και αυτός ο κάποιος δεν είναι ο Διονύσης. Ικανοποιημένος;"
"Μμ... Θα μπορούσες και καλύτερα."
"Ο,τι πεις.'' είπα και ξανά απλώθηκε σιωπή. Κοιταγαμε το φεγγάρι. Δεν είχα θυμώσει μαζί του. Για την ακρίβεια δεν μπορώ, πλέον να θυμώσω μαζί του. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του. Ταράχτηκε από την επαφή αλλά δεν κουνήθηκε. Μείναμε εκεί καθισμένοι για μισή ώρα.
"Πρέπει να φύγουμε."
"Γιατί;"
"Έχω δουλειά." είπε κοφτά. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. ' Να ρωτήσω ή να μην ρωτήσω; '. Επέλεξα να μην ρωτήσω. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την μηχανή του. Ανέβηκα αυτήν την φορά χωρίς την βοήθεια του.
"Τα κατάφερες." είπε αρκετά εντυπωσιασμένος. Έβαλε μπρος. Τον έσφιξα πάλι πάνω μου. Μετά από μισή ώρα, επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι. Ήταν ωραία βραδιά.
"Λοιπόν, καληνύχτα."
"Καληνύχτα. Αα και σε ευχαριστώ που μου έδειξες το αγαπημένο σου μέρος."
"Ίσως ξαναπάμε."
"Ναι ίσως." είπα και έφυγε. Κάθισα στο σκαλοπάτι της πόρτας και σκεφτόμουν αυτήν την νύχτα. Λάτρεψα αυτό το μέρος. Ήταν ήσυχα.
"Δανάη; Τι κάνεις εδώ έξω;" ρώτησε η Χριστίνα
"Τίποτα. Γύρισες, πως πήγε;"
"Ήταν τέλεια! Πήγαμε για φαγητό και μετά για παγωτό. Εσύ με τον Διονύση;"
"Τίποτα. Του το ξεκαθαρισα."
"Και πως το πήρε;"
"Καλά."
"Από τι ώρα κάθεσαι εδώ;"
"Όχι πολύ. 5 λεπτά περίπου."
"Κοντεύει 12. Ήσασταν μαζί μέχρι τώρα;"
"Όχι ήμασταν μαζί μέχρι τις 10."
"Και που ήσουν τόση ώρα, μόνη σου;"
"Όχι δεν ήμουν μόνη."
"Έχεις σκοπό να μου πεις με ποιον ήσουν;"
"Ναι. Με τον Γιώργο."
"Με τον Γιώργο; Και τι κάνατε τόσες ώρες μαζί;"
"Με πήγε στο αγαπημένο του μέρος."
"Πού;"
"Δεν ξέρω. Κάπου έξω από την πόλη."
"Και τι κάνατε;"
"Τίποτα. Απλά καθόμασταν."
"Μάλιστα. Τώρα μπορούμε να μπούμε στο σπίτι;"
"Ναι." είπα και σηκώθηκα.
"Δανάη πάντως να ξέρεις ότι θα πληγωθεί ο Διονύσης αν μάθει ότι βγαίνεις με τον Γιώργο."
"Το ξέρω."
"Να είστε προσεκτικοί."
"Μα δεν έχουμε σχέση."
"Έχετε φιληθεί όμως."
"Ναι."
"Τέλος πάντων, να κάνετε ό,τι θέλετε." Ανέβηκα πάνω και πήγα στο δωμάτιο μου. Έβαλα τις πιτζάμες μου και ξάπλωσα. Με πήρε κατευθείαν ο ύπνος.Hello 👋.
Another part of Γιώργος - Δανάη.
See you soon 🤗
YOU ARE READING
Together Forever
ChickLitΈνα ταξίδι που θα αλλάξει την ζωή όλων. Η Δανάη μπαίνει στην παρέα της αδερφής της και γνωρίζει τον Γιώργο. Τον ερωτεύεται αμέσως αλλά εκείνος είναι μυστήριος και απόμακρος. Βέβαια αυτό δεν θα τον εμποδίσει να την ερωτευτεί, ενώ παράλληλα παλεύει να...