Γυρίσαμε από τα ψώνια με την Τζούλιαν. Πήρα ένα πολύ ωραίο φόρεμα σε μπορντό χρώμα. Παπούτσια είχα οπότε δεν χρειάστηκε να πάρω. Ήμουν πτώμα. Τα πόδια μου δεν τα ένιωθα. Τα άφησα όπως ήταν στο τραπέζι και ανέβηκα να κάνω ένα γρήγορο ντους. Αφού τελείωσα έφτιαξα ένα τοστ γιατί δεν είχα την δύναμη να φτιάξω κάτι άλλο και ξάπλωσα στον καναπέ να δω καμιά ταινία. Κατάφερα να δω την μισή και παραπάνω αλλά με το που πήγε να με πάρει ο ύπνος χτύπησε η πόρτα. Πωω να πάρει ευχή! Σηκώθηκα και πλησίασα προς την πόρτα.
"Ποιος είναι;"
"Άνοιξε Δανάη!" Γνώριμη φωνή. Πολύ γνώριμη.
"Γιώργο τι θες εδώ και μάλιστα τέτοια ώρα;" είπα ανοίγοντας την πόρτα. Εν τω μεταξύ η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα.
"Ήρθα να σε δω!"
"Λίγο αργά δεν το θυμήθηκες;"
"Ποτέ δεν είναι αργά!" είπε καθώς προχωρούσε για να μπει μέσα. Πήγαινε λίγο τσατρα πατρα.
"Είναι αλλά δεν είναι της παρούσης. Έχεις πιεί;"
"Λιγάκι." είπε ενώ έδειχνε με τα δάκτυλα του (🤏🏻).
"Ναι κατάλαβα." Στεκόταν μπροστά μου με δυσκολία. Πήγε να πέσει προς τα πίσω αλλά τον πρόλαβα.
"Δεν είσαι στα καλά σου." Αυτήν την έπεσε πάνω μου και δυστυχώς για εμένα δεν τον πρόλαβα και σοριαστηκαμε και οι δύο στο πάτωμα.
"Αου! Αμάν ρε Γιώργο με σακατεψες. Σήκω! Πονάω παντού!"
"Έλα που δεν σου αρέσει."
"Καθόλου όμως! Με πονάς! Σήκω τώρα!"
"Νομίζεις μπορώ;" Τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα εκείνη την στιγμή. Έβαλε και αυτός τα χέρια του πάνω από τους ώμους και δίπλα από το κεφάλι μου για να στηριχθεί. Έβαλε το γόνατο του ανάμεσα από τα πόδια μου και το άλλο δίπλα από το πόδι μου. Δηλαδή με είχε εγκλωβιστεί για τα καλά. Όταν κατάφερε επιτέλους να στηριχθεί, σταμάτησε για λίγο. Με κοίταξε.
"Γιώργο τελείωνε." είπα θυμωμένη.
"Μου αρέσεις πολύ όταν νευριάζεις."
"Είπα σήκω τώρα!" είπα και τον έσπρωξα. Έφυγε από πάνω μου και έπεσε δίπλα μου. Ανασαινα και ξεφυσουσα. Δεν ξέρω πόσα κιλά είχαν πέσει πάνω μου με φόρα. Είχα κοπανησει και το κεφάλι μου στο πάτωμα. Πήγα να σηκωθώ και ζαλίστηκα. Σηκώθηκα με δυσκολία και έκατσα στην καρέκλα του τραπεζιού για να συνέλθω. Ο Γιώργος σηκώθηκε μόνος του.
"Είσαι καλά;"
"Ναι νομίζω. Αλλά πονάω. Εσύ φταίς!" είπα και σηκώθηκα απότομα. Ζαλίστηκα πάλι. Στηρίχθηκα στο τραπέζι.
"Θες να σε πάω πάνω;"
"Γιατί μπορείς;"
"Ε όσο μπορώ." Έκατσε στην καρέκλα που καθόμουν.
"Γιατί μέθυσες;"
"Γιατί έπρεπε να κάνω κάτι για μην έρθω να σε βρω αλλά τα έκανα χειρότερα."
"Χάλια τα έκανες."
"Συγγνώμη για το χτύπημα."
"Τέλος πάντων, δεν πειράζει." Κατάφερα και πήρα πάγο από την κατάψυξη για να βάλω στο κεφάλι μου. Έκατσα απέναντι του.
"Είσαι καλύτερα;"
"Ναι. Θες να βάλω λίγο νερό ή καφέ μπας και συνέλθεις;"
"Θα το κάνω εγώ, μη σηκώνεσαι." Έβαλε νερό σε ένα ποτήρι και ξανά έκατσε. Ήπιε το μισό και το άλλο το έσυρε στο τραπέζι προς την μεριά μου. Ήπια μια γουλια και το άφησα.
"Καλύτερα να πηγαίνω." είπε καθώς σηκωνόταν. Πήγαινε προς την πόρτα, ξινοντας το κεφάλι του. Από την μία δεν θέλω να φύγει αλλά από την άλλη θέλω.
"Που θα πας άμα φύγεις;"
"Σε κάποιο ξενοδοχείο."
"Μπορείς να μείνεις εδώ." Τελικά υπερίσχυσε ότι θέλω να μείνει εδώ.
"Δεν είναι ανάγκη..."
"Όπως θες." είπα καθώς σηκωνομουν.
"Καλά θα μείνω." Τον κοίταξα. Αυτήν την φορά δεν θα τον αφήσω να κοιμηθεί μαζί μου ούτε να βρεθεί ανάμεσα στα πόδια μου.
"Θα πάω να σου φέρω μαξιλάρι και σκεπάσματα. Καλύτερα να κοιμηθείς στον καναπέ."
"Ναι εντάξει." Έφυγα σφαίρα και ανέβηκα στον πάνω όροφο. Πήρα ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα πικέ. Κατέβηκα και του τα άφησα.
"Μπορώ να σου φέρω και μια μπλούζα αν θες."
"Δικιά σου; Δεν νομίζω να μου κάνει."
"Όχι έχουν ξεμείνει κάτι δικές σου."
"Τι;"
"Αυτό που άκουσες."
"Δεν χρειάζεται απλά θα βγάλω το πουκάμισο." είπε και άρχισε να το ξεκουμπωνει. Γουρλωσα τα μάτια μου και έφυγα. Μπήκα στο δωμάτιο μου και έκλεισα την πόρτα. Πρέπει να αντισταθώ. Αλλά πώς να το κάνω αυτό όταν έχω τον Γιώργο μέσα στο σπίτι μου, χωρίς πουκάμισο και πολύ πιθανόν σε λίγο να είναι μόνο με το μποξερακι του και ξαπλωμένος στον καναπέ μου. Αυτό με ξεπερνάει. Παρόλα αυτά μυρίζει τέλεια. Ακόμα μυρίζω το άρωμα του αλλά πιο πολύ όταν έπεσε πάνω μου. Με σκότωσε, παραλίγο. Πίσω στο θέμα. Πρέπει να κρατήσω τον εαυτό μου μακριά του. Είναι αδύνατο αλλά πρέπει να κρατηθώ. Όσο τα σκεφτομουν αυτά, το χέρι μου βρισκόταν πάνω στο πόμολο της πόρτας και ήταν έτοιμο να την ανοίξει, μέχρι που το έκανε. Την άνοιξα πολύ σιγά. Άρχισα να περπατάω στις μύτες για να δω τι έκανε ο Γιώργος. Ναι ήταν που θα κρατιομουν. Κατέβηκα λίγα σκαλιά για να τον έχω στο οπτικό μου πεδίο. Ήταν ξαπλωμένος και γυρισμένος προς την μεριά του καναπέ. Με λίγα λόγια δεν έβλεπα το πρόσωπο του. Καθώς έκανα δύο βήματα πίσω, προσγειώθηκα στις σκάλες με θόρυβο. Ωραία περνάω και σήμερα! Σηκώθηκα γρήγορα γρήγορα και χώθηκα στο δωμάτιο μου. Αυτή τη φορά κλείδωσα την πόρτα και ξάπλωσα. Έκλεισα τα μάτια μου μπας και με πάρει ο ύπνος. Πέρασε κανένα μισάωρο και ακόμα να κοιμηθώ ενώ παράλληλα άκουγα βήματα έξω από το δωμάτιο μου. Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή και μετά ένας απαλός χτύπος. Δεν ήμουν σίγουρη αν άκουσα καλά ή το φαντάστηκα. Άνοιξα το φως του κομοδίνου. Είδα το χερούλι της πόρτας να λυγίζει. Ευτυχώς είχα κλειδώσει. Τον άκουσα να ξεφυσαει. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σηκώθηκα, ξεκλείδωσα και άνοιξα απότομα την πόρτα. Και προφανώς τον είδα να στέκεται μπροστά μου και να με κοιτάει με έντρομο βλέμμα.
"Ήθελες κάτι;"
"Εγώ; Όχι, τουαλέτα πήγαινα."
"Από εκεί είναι τουαλέτα, μην μπερδευεσε." Χαμογέλασε και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Αλλά ξαναγύρισε.
"Πάλι χάθηκες;"
"Θα σταματήσεις να ειρωνεύεσαι;"
"Όχι."
"Γιατί;"
"Γιατί μετά από όλα όσα έχεις κάνει έχεις τα κοτσια να έρχεσαι σπίτι μου;"
"Συγγνώμη."
"Την έχω ακούσει αυτή την λέξη χιλιάδες φορές από το στόμα σου. Δεν βαρέθηκες να την λες;" Με κοιτούσε εντυπωσιασμένος. Κι εγώ ήμουν εντυπωσιασμένη με τον εαυτό μου. Που βρήκα το θάρρος;
"Το χτύπημα μάλλον ήταν σοβαρό. Να σε πάω σε κανένα νοσοκομείο;"
"Γιατί Γιώργο; Επειδή ακούς την αλήθεια φταίει το χτύπημα; Μάντεψε τι φταίει; Εσύ."
"Δανάη δεν πρόκειται να τσακωθω μαζί σου βραδιάτικα."
"Γιατί φοβάσαι πως θα βγεις χαμένος;"
"Φυσικά και όχι."
"Και τότε τι σε εμποδίζει;"
"Δανάη καλύτερα να κοιμηθείς."
"Όχι θα μιλήσουμε."
"Τι έχουμε να πούμε;"
"Γιατί εξαφανίστηκες άλλη μία φορά χωρίς να δώσεις εξηγήσεις; Ας ξεκινήσουμε από αυτό."
"Υπήρχε ένα θέμα στην Ιταλία."
"Τι θέμα;"
"Έμαθα πως έχω αδερφή." Γέλασα.
"Με δουλεύεις κιόλας;"
"Όχι σοβαρά μιλάω. Έχω μια μεγαλύτερη αδερφή."
"Τι; Μα πως;"
"Είναι ετεροθαλή αδερφή μου." Μου είχε φύγει το σαγόνι.
"Δεν...δεν είπες τίποτα."
"Ήταν μεγάλο σοκ για εμένα."
"Το φαντάζομαι."
"Το ξέρω πως δεν δικαιολογεί τις πράξεις μου."
"Έχεις αυτογνωσία. Είναι στα υπέρ σου."
"Αστείο."
"Στην Κέλλυ ήξερες να το σηκώσεις όταν σε έπαιρνε, σε εμένα όχι. Πετάς μια βόμβα και φεύγεις. Δεν πάει έτσι. Μάλλον έχεις ξεχάσει πως έχω και εγώ συναισθήματα." Δεν τελείωσα εκεί, συνέχισα.
"Μην πεις κάτι, δεν χρειάζεται. Έχω καταλάβει ότι δεν το εννοούσες και φυσικά δεν είμαι στις προτεραιότητες σου. Αλλά δεν θα κάτσω να ανεχτώ για ακόμα μία φορά να μην είμαι προτεραιότητα κάποιου ενώ εκείνος για εμένα είναι τα πάντα. Και καλό θα ήταν να μάθεις πως τις λέξεις αυτές όταν τις λες πρέπει και να τις εννοείς γιατί οι άνθρωποι αρχίζουν και τρέφουν ελπίδες και μετά πληγώνονται."
"Τελείωσες;"
"Όχι. Αύριο μην με περιμένεις, δεν πρόκειται να έρθω. Και τώρα τελείωσα." είπα και του έκλεισα στα μούτρα την πόρτα. Έπεσα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω. Είπα ότι ήθελα να πω αυτό τον καιρό. Κουράστηκα να το κρατάω μέσα μου. Κι έτσι μετά από πολύ κλάμα με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί ξύπνησα επειδή το κουδούνι χτυπούσε. Σηκώθηκα μέσα στον ύπνο μου και κατέβηκα.
"Ποιος είναι πάλι;"
"Χριστίνα." Της άνοιξα.
"Τι έγινε;"
"Ξέρεις τι ώρα είναι;"
"Όχι."
"Δύο. Σε έχω πάρει εκατό τηλέφωνα. Ανησύχησα και ήρθα." Έκανα στην άκρη για να περάσει μέσα.
"Κοιμόμουν." Με κοίταξε προσεκτικά.
"Τα μάτια σου είναι πρησμένα. Έκλαιγες;"
"Όχι."
"Ναι καλά. Τι έγινε;"
"Τίποτα. Επίσης δεν έχω όρεξη και νυστάζω."
"Είπα λέγε τι έγινε."
"Ήρθε αποδω ο Γιώργος χθες το βράδυ."
"Τι ήθελε;"
"Είχε μεθύσει;"
"Πάλι κύλησε;"
"Τι;"
"Τίποτα. Τι έγινε μετά;"
"Τσακωθηκαμε. Βασικά μόνη μου τσακώθηκα. Του τα είπα ένα χεράκι."
"Κατάλαβα πάλι δράματα θα έχουμε."
"Ήξερες ότι είχε αδερφή;"
"Δανάη..." Δεν πίστευα ότι η ίδια μου η αδερφή μου το έκρυψε.
"Δεν θέλω να ακούσω κάτι άλλο. Φεύγοντας κλείσε την πόρτα." της είπα ενώ έφευγα από μπροστά της.
"Περίμενε."
"Όχι. Σας βαρέθηκα όλους. Μου κρύβεται τα πάντα. Μάλλον βάζετε πιο πάνω τον Γιώργο αλλά εσύ Χριστίνα. Εσύ είσαι η αδερφή μου αλλά ξέρω μπαίνω σε δεύτερη μοίρα." Έφυγα χωρίς να ακούσω άλλη κουβέντα. Χώθηκα μέσα στα σκεπάσματα. Γιατί μου φέρονται όλοι έτσι; Γιατί δεν με υπολογίζουν πια; Ο Γιώργος γιατί φέρεται σαν πεντάχρονο; Τι θέλει πια από εμένα; Χθες με έφτασε στα όρια μου. Έρχεται μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, ενώ ήταν εξαφανισμένος τόσο καιρό. Δεν θέλω να πάω στα εγκαίνια. Δεν θέλω να τον ξαναδώ.-D
YOU ARE READING
Together Forever
ChickLitΈνα ταξίδι που θα αλλάξει την ζωή όλων. Η Δανάη μπαίνει στην παρέα της αδερφής της και γνωρίζει τον Γιώργο. Τον ερωτεύεται αμέσως αλλά εκείνος είναι μυστήριος και απόμακρος. Βέβαια αυτό δεν θα τον εμποδίσει να την ερωτευτεί, ενώ παράλληλα παλεύει να...