Κεφάλαιο 55ο

2.7K 174 8
                                    

LibertysPOV

Κρατούσα το χέρι της αρκετή ώρα. Τα λεπτά περνούσαν πολύ αργά, η σιωπή στο δωμάτιο να γίνεται βαριά μερικές στιγμές. Αναστέναζα εκτονώνοντας γραμμάρια άγχους που και που. Η μητέρα μου παρέμενε αναίσθητη, το καλώδιο που της είχαν περασμένο στα ρουθούνια, της επέτρεπε να αναπνέει το πιεσμένο στην μεγάλη άσπρη μπουκάλα στα δεξιά της οξυγόνο. Κοίταξα την επαφή μας. Έμοιαζε περίεργο το να την ακουμπάω τόσο στενά. Πήρα μακριά το χέρι μου και σηκώθηκα όρθια.

Ο οξύς ήχος του μηχανήματος που μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς της σφύριζε πίσω μου, όσο εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Το πάρκο του νοσοκομείου ήταν πυκνό. Τα μεγάλα δέντρα είχαν εκείνη την απόχρωση του πράσινου, που σε άλλα σημεία άνοιγε και σε άλλα σκούραινε, κάνοντάς τα να μοιάζουν με ένα υπερρεαλιστικό κέντημα μιας πράσινης θάλασσας. Υπήρχαν κενά και δρομάκια ανάμεσά τους. Ξεχώριζα παγκάκια και ανθρώπους. Άλλοι περπατούσαν, άλλοι καθόντουσαν, και άλλοι με την ευκαιρία του ανοιξιάτικου καιρού, κυλούσαν το καροτσάκι των αγαπημένων τους προσώπων. Μια κοπέλα κρατούσε αγκαζέ μια ηλικιωμένη γυναίκα και μαζί περπατούσαν ανάμεσα στα δέντρα. Δεν έτρεχαν. Απολάμβαναν την βόλτα τους περπατώντας αργά. Αμφέβαλα αν η γυναίκα θα μπορούσε να τρέξει. Φαινόταν καταβεβλημένη. Χαμογέλασα στο πως η ηλικιωμένη κυρία έμοιαζε να διασκεδάζει με αυτά που της έλεγε η νεαρή. Από μίλια θα μπορούσα να διακρίνω πόσο αγαπημένες ήταν, μάνα και κόρη.

Ένας θόρυβος, σαν βήξιμο με έκανε να πάρω το βλέμμα μου από τους δύο ανθρώπους που κοιτούσα με προσήλωση. Η μητέρα μου κουνούσε το κεφάλι της και έβηχε, τα μάτια της εν τέλει να πέφτουν πάνω μου. Εγώ να στέκομαι μουδιασμένη και να την κοιτάω.

«Liberty…» μουρμούρισε και χαμογέλασε. Έβηξε πάλι χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το δικό μου. «Νερό.» είπε.

Με μεγάλες δρασκελιές έφτασα δίπλα της. Στο κομοδίνο υπήρχαν ένα μπουκάλι νερό και μερικά αχρησιμοποίητα πλαστικά ποτήρια. Με τρεμάμενα χέρια γέμισα το ποτήρι και της το έδωσα. Δεν μίλησα. Κάθισα στην καρέκλα δίπλα της και την παρατηρούσα. Ήπιε λαίμαργα και μου παρέδωσε το ποτήρι σχεδόν αμέσως. Το ακούμπησα στο κομοδίνο όσο εκείνη έτριβε τα χείλη της. Αναστέναξε.

«Πως νιώθεις;» τραύλισα.

«Δεν ξέρω.» απάντησε.

«Να φωνάξω τον γιατρό;»

The Craziest Thing In Life Is LoveWhere stories live. Discover now