Η Αννα επέλεξε να κατέβει μια σταση πριν από τη συνηθισμένη, ώστε να περπατήσει. Είχε άφθονο χρονο στη διάθεση της, αφού είχε ξυπνήσει αξημέρωτα, και μπορούσε να τον καταναλώσει κάνοντας ένα γρήγορο περπάτημα. Θα σταματούσε και στον καινούργιο φούρνο, λίγα μέτρα μακρια από το νοσοκομειο και θα αγόραζε φρεσκοψημένο κρουασάν αφού θα είχε «κάψει» εκ των προτέρων τις θερμίδες! Απολάμβανε πάντα το περπατημα στο κέντρο της πόλης, το πολύχρωμο πλήθος που έτρεχε να προλάβει ποιος ξέρει τι, τα άγνωστα πρόσωπα που συναντούσε και τα οποία δεν δείχνανε το παραμικρό ενδιαφέρον για το ατομο της. Μεγαλωμένη στην επαρχία, η Αννα είχε ζησει σε συνθήκες « απροκάλυπτης κατασκοπείας» από τους συμπολίτες της. Όλη η μικρή πόλη μάθαινε σε δευτερόλεπτα τα νέα της κάθε οικογένειας. Τι φορούσες, ποιον συναντούσες, τι είχες φάει, πόσους καφέδες είχες πιει• όλα γινόταν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης από τους υπόλοιπους. Το πρόβλημα της Μεμας φυσικά είχε κυκλοφορήσει άμα τη γενεσει του. Η Αννα ήταν τοτε μόλις τεσσάρων ετών αλλά θυμόταν τα διαρκή λογια παρηγοριάς από τους γνωστούς τους, τα χτυπήματα συμπαράστασης στους ώμους της μητέρας της, τα φιλικά τσιμπήματα στα δικά της μάγουλα. « Τι συμφορά σας βρήκε...» λέγανε οι περισσότεροι και η μητερα της Αννας αναγκαζόταν να επαναλαμβάνει μηχανικά τα λογια των γιατρών: « Ο διαβήτης είναι τρόπος ζωής, δεν είναι αρρωστεια» προκειμένου να «αμυνθεί». Εκείνοι όμως συνέχιζαν: " Ναι, αλλά πως σου παει καρδια να κανεις ενέσεις σε ένα τόσο τα κορμάκι;», λες και οι γονεις της είχαν άλλη επιλογή από το να χορηγούν με ένεση την ινσουλίνη. Όταν η Μεμα πήγε σχολειο, τα πραγματα γίνανε χειρότερα. Οι γονεις των συμμαθητών του τμήματος της , δήλωσαν πως ανησυχούσαν για την παρουσία του αρρώστου κοριτσιού στην τάξη , σαν ο διαβήτης να ήταν κολλητικός! Αδαείς και αμαθείς! Αυτο ήταν, σκέφτηκε η Αννα με έναν πόνο στην καρδια. Η αμάθεια τους όμως είχε στοιχίσει στην οικογένεια της.Απομονώθηκαν, κλείστηκαν στα τείχη του σπιτιού τους, επιλέγοντας να απέχουν ακόμα και από τις σχολικές γιορτές. " Δεν πειραζει» έλεγε στωικά η μητερα τους. « Από το καταλάβει η Μεμα αυτά που λέγονται για τη αρρώστια της, καλυτερα να στερηθούμε τη χαζό γιορτή του σχολείου» Αυτή η αντιμετώπιση πλήγωνε πολύ την Αννα. Γιατί η μητερα της δεν σήκωνε το ανάστημα της; Γιατί δεν υπερασπιζόταν το δικαίωμα του παιδιού της και στη διασκέδαση και στη μόρφωση; Γιατί έπαιρνε στα σοβαρά τις ανοησίες αυτών των αμόρφωτων και ανάλγητων ανθρώπων; " Ούτε χολέρα να χαμε βρε, μαμα» έλεγε ψιθυριστά η Αννα, κρυφα για να μην ακούσει η αδελφη της. « Δεν ξέρεις τους ανθρώπους, Αννα. Εδώ στην επαρχία, η αρρώστια θεωρείται κουσούρι, σημάδι πως μας εχεσε ο Θεος» Ο πατέρας της παλι είχε άλλη αντιμετώπιση: επέλεξε να απομονωθεί, κλεινοταν με τις ωρες σε ένα δωμάτιο και διάβαζε κάτι φιλοσοφικά δοκίμια, προσπαθώντας να βρει διέξοδο στη θλιψη του. Παραδόξως, η Μεμα μεγάλωνε δείχνοντας πως όλα αυτά δεν την επηρέαζαν. Σαν να είχε αναγκαστεί να ωριμάσει πριν της ώρας της προκειμένου να αντισταθμίσει την « μαλθακότητα» των γονιών της. Επιπρόσθετα, ήταν ένα πραγματικά χαρούμενο παιδι και μεταγγιζε αυτή τους υπόλοιπους με το κέφι της αντί να γίνει το ανάποδο! Η Αννα χαμογέλασε θλιμμένα στη σκέψη της αδελφής της και ταχυνε το βήμα. Είχε παρατηρήσει πως όσο πιο έντονα περπατούσε, τόσο πιο πολύ άδειαζε από τις πικρες αυτές σκέψεις.
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...