Κεφάλαιο 85

1.5K 147 26
                                    

Το βράδυ ήρθε γρήγορα και έφερε μαζί του έναν απίστευτο χιονιά. Ο αέρας σφύριζε, το χιόνι έπεφτε με μια στριφογυριστή ορμή και μέσα σε μία ώρα όλα είχαν καλυφθεί από το λευκό, δίνοντας στο χωριό μια απόκοσμη όψη ηρεμίας και ησυχίας. Η Άννα απολάμβανε ένα τσάι του βουνού στον καναπέ μπροστά στο τζάκι της υποδοχής και αγνόησε επί τούτου τις δύο κλήσεις του Γιώργου, όχι όμως χωρίς ενοχές. Ήθελε να μείνει για λίγο μόνη, να συμμαζέψει τις σκέψεις της, να οργανωθεί για την πιθανή επέλαση της χιονοθύελλας που λεγόταν Ζωή. Ήταν ήδη οκτώ και από την τραπεζαρία ακουγόταν οι ήχοι του δείπνου: μαχαιροπίρουνα και πιάτα που χτυπούσαν, οι φωνές των πελατών ενθουσιασμένες για το παχύ χιόνι και για τα νόστιμα εδέσματα. Ένιωσε την ανάγκη να πάει για φαγητό μόνη, και να καταπιεί τα πάντα, σαν μία καμήλα που  αποθηκεύει νερό και τροφή για τις επόμενες μέρες.

Πάνω στην τζαμαρία, είδε την αντανάκλαση του Αλεξανδράκη και γύρισε αλαφιασμένη να τον κοιτάξει. Φαινόταν αγριεμένος, τσιτωμένος περίεργα έτσι όπως μπήκε πίσω από το γκισέ της υποδοχής. Δίπλα του η Γιώτα, μιλούσε σιγανά, γέρνοντας προς το μέρος του συνωμοτικά. Προς τι η όλη αναστάτωση, αναρωτήθηκε η Άννα. Εκείνο το παράλογο κομματάκι του εγκεφάλου της σκέφτηκε πως η Ζωή είχε ήδη αριβάρει, και πως είχε ήδη προκαλέσει ήδη έναν μικρό σεισμό με την εμφάνισή της. Αλλά όχι... Σηκώθηκε θαρρετά και πλησίασε τον Αλεξανδράκη:

" Συμβαίνει κάτι...; Το παιδί είναι καλά;"

" Αν συμβαίνει..." πετάχτηκε η Γιώτα. " Πράματα και θάματα! Ο Πέτρος έφυγε παίρνοντας ό,τι είχε το χρηματοκιβώτιο, το πιστευς;"

" Ο Πέτρος, ο εδώ, της ρεσεψιόν;" ρώτησε σοκαρισμένη η Άννα.

" Ναι, ο Πετράκς, ποιος θα το έλεγε πως ήταν φιδάκ;"

Ο Αλεξανδράκης έκανε μία κοφτή κίνηση: " Γιώτα, όλοι είναι αθώοι ώσπου να αποδειχτεί η ενοχή τους" είπε κουρασμένα και στερεότυπα.

" Χουριό που φαίνεται..., τα μάζεψι και έφυγε, ο αλήτς. Να πάρουμι την αστυνομία"

" Δε θα πάρουμε καμία αστυνομία" είπε αυστηρά ο Αλεξανδράκης. " Ειδοποίησε την Νατάσα, αν μπορεί να καλύψει τη ρεσεψιόν, και στο μεταξύ εγώ θα σκεφτώ τι θα κάνω...Πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά του"

" Είνι ψεύτς και κλεφτς, τι άλλη εξήγησ' αφεντικό;"

Ο Αλεξανδράκης κοίταξε την Άννα, απευθυνόμενος όμως στην Γιώτα: " Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβουν οι άνθρωποι, όσο καλά να νομίζεις πως τους ξέρεις...". Η Άννα ένιωσε πως κάτω από την πρότασή του κρυβόταν μία προειδοποίηση ή μια ...απειλή.

" Αι, το φιδάκι, ο Διαμαντής, ο Πέτρους. Τον αγκαλιάσαμε, τον αγαπήσαμε και μας την έφερι από πίσου". Της Άννας της ήρθε να γελάσει από την οικειοποίηση του ξενοδοχείου και της κατάστασης από τη Γιώτα. Η Γιώτα ένιωθε "παράγοντας' εδώ και, αν έκρινε από την ανοχή του Αλεξανδράκη, ήταν πράγματι. Ο Αλεξανδράκης φαινόταν να υπολογίζει τη γνώμη της, να εμπιστεύεται το ένστικτό της, αυτό το άγριο αλλά αλάνθαστο ένστικτο που συνήθως έχουν οι απλοί άνθρωποι.

" Τι θα κανς αφεντικό;" είπε με έγνοια η Γιώτα.

" Μάλλον τίποτα. Θα εκτιμήσω το μέγεθος της ζημιάς και ώσπου να έρθει η Νατάσα, θα εκτελέσω τα χρέη του ρεσεψιονίστα". Η φωνή του ήταν λιγότερο ταραγμένη από όσο η Άννα θα περίμενε.

"Ιιι, σιγά μην έρθει η Νατάσα. Εδώ βάρδια έχ' και αργεί, θα σηκώσει αυτή τηλέφωνο τώρα, με τέτοιο χιονιά, να ξεκουνηθεί..."

" Κάτσε να δούμε..." είπε ο Αλεξανδράκης και κάλεσε μάλλον τη Νατάσα στο κινητό, ψάχνοντας ήρεμα το κινητό του.

" Έχεις δίκιο, δεν απαντάει" είπε μπαφιασμένα.

" Εμ, δεν την ξέρου εγώ τη Νατάσα; Όλους τους ξέρου. Και ο Πέτρος ποτέ δεν μου γέμισε το μάτι, αλλά με ξεγέλασε ο άτιμος..."

" ΟΚ, ψυχραιμία τώρα. Θα καθίσω εδώ, ήρεμα και καλά, μαζί με την Άννα, και θα έχω εγώ τον νου μου στη ρεσεψιόν" Η καρδιά της Άννας πετάρισε από χαρά στην αναφορά του ονόματός της. Τι ωραία προοπτική... Να κάθονται μαζί στον καναπέ, να βλέπουν το χιόνι να πέφτει...

" Την αστυνομία δεν θα την παρς, αφεντικό;"

" Έχει παιδιά, Γιώτα, ο Πέτρος..." είπε ο Αλεξανδράκης με μια περίεργη επιείκεια. " Θα του δώσω λίγο χρόνο, ίσως μετανιώσει, ίσως έγινε κάτι περίεργο..."

" Εισαι καλόψυχος, αφεντικό, για αυτό σι εκμεταλλεύονται..." είπε η Γιώτα και έριξε ένα εύγλωττο βλέμμα στην Άννα.

Τότε μπούκαρε στον χώρο ο Γιώργος: " Όπα, τι συναστρία είναι αυτή παιδιά; Ευθυγράμμιση πλανητών; Όλοι εδώ, μαζί;" είπε και τακτοποίησε το κασκόλ που φορούσε κοκέτικα.

Η Άννα πήγε προς το μέρος του για να τον συμμαζέψει: " Γιώργο, σταμάτα τα αστεία, δεν είναι η στιγμή κατάλληλη, έγινε μία στραβή..."

" Τι στραβή μπορεί να γίνει όταν η βραδιά είναι τόσο ωραία..."

" Ληστεία, αυτό έγινε" τον ενημέρωσε η Γιώτα.

Και τότε, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το ξενοδοχείο. Η  Άννα άκουσε φωνές, μία μικρή αναστάτωση, και μέσα από το χιόνι που έπεφτε με μία βάρβαρη σχεδόν δύναμη, αναγνώρισε τη φιγούρα της Ζωής και τη φωνή της, βραχνή και θυμωμένη, να λέει: " Ειιι, σιγά με τις βαλίτσες, είναι αυθεντικές Vuitton, τι τις πετάς έτσι, άνθρωπέ μου..."

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant