Κεφάλαιο 56

1.7K 151 7
                                    

Η Άννα βρέθηκε σε μία θέση στην οποία είχε ξαναβρεθεί. Λιγότερο τραυματική αυτή τη φορά, αλλά εξίσου άσχημη. Τη θέση ενός ανθρώπου που μόλις έχει κάνει το αμετάκλητο λάθος. Ένα λάθος που δεν διορθώνεται και που τη στιγμή που το κάνεις, την στιγμή ακριβώς που υποκύπτεις στο μοιραίο ολίσθημα του ίδιου του λάθους σου, ξέρεις εκ προοιμίου πως θα σε κατατρέχει, πως θα τροποποιήσει τη ζωή σου ( φυσικά προς το χειρότερο) και πως θα επανέρχεται ξανά και ξανά λόγω των συνεπειών του.  Και ήταν ακόμα πιο οδυνηρό το ότι ήταν ακόμα στο σημείο 0, είχε λοιπόν να περιμένει στο μέλλον πολλές επιπλοκές, απόρροια της ανευθυνότητάς της. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά... Πως μπόρεσε να το ξεχάσει; Είχε προβεί σε προσωπικές εξομολογήσεις μέσα στην τραπεζαρία! Έθαψε με τα πιο μελανά χρώματα τον άνθρωπο που θα της εξασφάλιζε τα προς το ζην! Μεγαλειώδης ηλιθιότητα! Απίστευτη βλακεία... Και ήταν περίεργο που τις τελευταίες μέρες είχε επιδείξει τον χειρότερο εαυτό της. Έναν εαυτό που και η ίδια αγνοούσε. Παράφορο, επιπόλαιο, παρορμητικό. Ποτέ πριν δεν ήταν έτσι. Ίσα ίσα! Ήταν συνετή, μαζεμένη, οργανωμένη. Σκεφτόταν πάντα την καλή της εικόνα, βουτούσε πάντα τα λόγια της στο μυαλό της πριν τα εκστομίσει. Ανασήκωσε το κεφάλι μαζεμένα, λες και φοβόταν πως ο Αλεξανδράκης θα της έδινε χαστούκι. Η απόλυσή της φυσικά ήταν δεδομένη. Ήταν αναπόφευκτη. Ήταν απολύτως βέβαιη. Γιατί εδώ δεν χωρούσαν αμφιβολίες: την είχε πιάσει στα πράσα να τον κακολογεί. Προσπάθησε μέσα σε δευτερόλεπτα να θυμηθεί τί ακριβώς είχε πει στη Βάλια, ώστε να δει ακριβώς το μέγεθος του ατοπήματός της. Όχι, όχι, καλύτερα να μην θυμόταν τι είχε πει γιατί η ντροπή θα γινόταν ακόμα πιο μεγάλη.

" Έλα στο διαμέρισμά μου τώρα!" είπε ο Αλεξανδράκης και της γύρισε την πλάτη. Η φωνή του ήταν τόσο δυνατή που ένας άντρας από την παρέα στην τραπεζαρία γύρισε και τους κοίταξε με περιέργεια. Ανασηκώθηκε παραπατώντας, τυφλωμένη από τη αμηχανία και τον ακολούθησε. Εκείνος περπατούσε βαριά αλλά βιαστικά. Άνοιξε την πόρτα του και την άφησε να μπει και μετά την ακολούθησε κλείνοντας την πόρτα.

" Λοιπόν; Έχεις τα κότσια να μου πεις καταπρόσωπο αυτά που είπες στη φίλη σου;"

Η Άννα κοκκίνισε και μετά κατέβασε το κεφάλι με μεταμέλεια.

Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

" Ακούω..." είπε αυτός ανυπόμονα.

Καθάρισε τη φωνή της που είχε βραχνιάσει από την ένταση και ψέλλισε: " Συγγνώμη. Μόνο αυτό μπορώ να πω"

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now